Στο εκλαικευμένο απόσπασμα που ακολουθεί, , ο Ματθαίος ο Μηνδρινός γράφει για το θέμα αυτό:[1]
«Καθ’όλη την περίοδο από του 1536 -1830/32, καθ ήν η Θήρα υπήγετο υπό τους Τούρκους, έστω και διαλειμματικώς, λόγω των επελθουσών εν αυτή ετέρων δύο κατακτήσεων, Βενετοκρατίας και Ρωσοκρατίας, το κυβερνητικό σύστημα της Υψηλής Πύλης διετηρήθη κατά την μεγαλύτερη έκτασή εν τη νησω.
Κατά τον εν λόγω Συνταγματικό χάρτη:[2], επιτρέπεται εις τους νησιώτας π.χ. να «θάφτουνε τους πεθαμένους των από κάτω από ταις εκκλησίαις τους»και κανείς από τις γυναίκες τους όποια θελήσει να πάρη τούρκον άνδρα να έρχεται αττή της εις του Θεού την παστρική στράτα, εμπροστά να δίνει το λόγο της αμή κανείς να μη της κόπτη καπίνι ( συνάλλαγμα γάμου-προίκα) εέξω αν ετούρκησε πρώτα.[3]
Η εξουσία άνηκε εις τους προεστώτας. ΕΝ Θήρα, οι πρόκριτοι εξελέγοντο εκ της τάξεως των πλουσίων και ισχυροτέρων αρχόντων, των ελκόντων την καταγωγή εκ των φεουδαρχών του μεσαίωνος και έχοντων μεγάλη ιδιοκτησία, πνευματική ανάπτυξι και επιβολή.
Αι διαφοραί εκκαλούντο εις τον καπουδάν πασάν, όστις απεφάσιζε πάντοτε εγκληματικά. Καμία άλλη τουρκική Αρχή δεν είχε την παραμικράν επιρροήν εν τη νήσω. Ούτε ο σουλτάνος έστελνε εις τας Κυκλαδικάς νήσους αμέσους διαταγάς. Οι εν λόγω άρχοντες ήσαν οι ελίτ της κοινωνίας διακρινόμενοι μάλιστα και εκ της ιδίας αυτών ενδυμασίας, ως πιστούμεθα εκ διαφόρων παραστάσεων των χρόνων εκείνων. Αυτή περιελάμβανε:α) Το αντέρι, ένδυμα φερόμενον μετά τα εσωτερικά, β) το μπενίσι, μεταξωτό ραβδωτό ύφασμα φερόμενον χωρίς μανίκια μέχρι του αστραγάλου με ζώνην περί την ασφύν, γ) το καββάδιον –τζουκμπες από λεπτή μάλλιν τσόχα, δ) το φέσιον με στενό μαύρο σαρίκι.
Εξ ενός διασωθέντος λαικού ποιήματος του τέλους του 17ουαιώνος πληροφορούμεθα περί των διοικητικών αξιωμάτων της επί Τουρκοκρατίας διακυβέρνησης της νήσου. Ταύτα είναι:1) το αξίωμα του καδή «τότε ατός του ο αγάς έβγαζε το φιρμάνι και του καδή το έδωσε να γένη το ντιβάνι», 2) το αξίωμα του μπέη «τον μπέη προσκυνήσασι και κείνος τους αρχίζει», 3) το αξίωμα του μπαλή «κι ευθύς του μπαλή φώναξε στρώσε μου το μουλάρι γιατί θα πάω στα Φηρά να δώσω το χαμπάρι».
Η Κοινότης είχε τρία εκτελεστικά όργανα:τον επίτροπο, το Συμβούλιο των προεστών και τον Γραμματέα.
Παρά τας εκάστοτε εμφανισθείσας δυσκολίας η Ανατολική Ορθόδοξος ΘηραΪκή Εκκλησία παρέμεινε πιστή εις την Εκκλησία της Κπόλεως της μητρός των εκκλησιών της τουρκοκρατούμενης Ελληνικής Χώρας. Οι Αρχιερείες διωρίζοντο υπό του Πατριάρχου Κπόλεως και ετοποθετούντο εις αναλόγους επισκόπας. Εϊναι μάλλον βέβαιον, ότι οι Θηραίοι κληρικοί δεν παρείχον ενοχλήσεις εις την Τουρκική εξουσίαν, αλλά ήσαν ευπειθείς, πράοι, φιλήσυχοι γνήσιοι ραγιάδες. Πολλάκις εκαλούντο ίνα μαρτυρήσωσι περί της εμπιστοσύνης των προς την ανίκητον βασιλείαν του σουλτάνου»... [..]
[1]Μ. Μηνδρινού:Τουρκοκρατούμενη Θήρα-Απελεθευρωτικά αυτής Κινήματα, στο Επετηρις Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τόμος Θ’1971,
[2]Αχτιναμέ του 1620, δλδ σε επίσημο τουρκικό έγγραφο με το οποίο ρυθμίζονταν οι σχέσεις της τουρκικής πολιτείας με τη χριστιανική Εκκλησία και καταγράφονταν ορισμένα προνόμιο της Εκκλησίας και των χριστιανικών λαών
[3]Αναφέρεται σ ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ως προς τη θέση των αλλοθρησκων σύμφωνα με την οποία Απαγορεύεται χριστιανός να παντρευτεί μουσουλμάνα, Ένας πιστός – μουσουλμάνος, μπορεί να παντρευτεί άπιστη χωρίς να αλλάξει θρησκεία. Αλλά τα παιδιά θα γίνουν μουσουλμάνοι. Ουσιαστικά αναφέρεται στην ανεκτική από τη μία πλευρά θέση των χριστιανών την περίοδο των οθωμανών αλλά σύμφωνα με το κράτος θεωρούνταν δεύτερης κατηγορίας πολίτες.