Κάθε αναφορά στις μέρες των Χριστουγέννων με γυρίζει στα παιδικά μου χρόνια. Στα χρόνια μιας άλλης Σαντορίνης, ενός άλλου Νημποριού! Δεν μ’ άρεσαν τότε τα Χριστούγεννα γιατί επειδή έτυχε να έχω γεννηθεί τη συγκεκριμένη μέρα, όλοι στην οικογένεια με φώναζαν «καλικαντζαράκι». Κι ενώ εγώ η δόλια σε κάθε πείραγμα προσδοκούσα συμπαράσταση απ’ τον παππού μου τον Μούγκρο, που όλοι έλεγαν πως ήταν ο σοφός του Νημποριού, εκείνος απλά παρατηρούσε τους θείους και τις θείες μου να με κοροιδεύουν. Μάλιστα τον τσάκωσα αρκετές φορές να γελά εις βάρος μου με τα κρύα αστεία τους. Μόνο η γιαγιά με κάλυπτε απόλυτα με την αγάπη την τρυφερότητα και την κατανόησή της. Γι αυτό κι εγώ της ανταπέδιδα στο πολλαπλάσιο την αγάπη μου δείχνοντάς την με κάθε τρόπο.
Η γιαγιά μου ήταν μια γυναίκα του κάμπου. Γέννησε οχτώ παιδιά ενώ δούλευε σαν άντρας στα χωράφια χωρίς να λείψει ούτε μέρα απ τη δουλειά. «Άξα» γυναίκα, «δουλευτού». Μόνο τις Κυριακές και τις «σκόλες» δεν πήγαινε στον κάμπο. Το πρόσωπό της ήταν αυλακωμένο όχι τόσο από τα χρόνια, όσο από τον ήλιο και τον αέρα του Λειβαδάρου, του Πρέκα, του Περετάδου κι όλων των άλλων περιοχών όπου είχαν τα χωράφια τους. Οι ρυτίδες γίνονταν ακόμα περισσότερες απ’ το γεγονός ότι από τις πολλές γέννες της είχαν πέσει όλα της τα δόντια. Παρόλα αυτά γελούσε πολύ συχνά και το στόμα της έμοιαζε με μικρού παιδιού που δεν του χει ακόμα φυτρώσει η οδοντοστοιχία.
Στην εκκλησία δεν πήγαινε συχνά, αλλά τα Χριστούγεννα πήγαινε πάντα ν’ ανάψει το κερί της. Εκείνα τα Χριστούγεννα μου που γινόμουν τεσσάρων χρόνων, η γιαγιά ήρθε πρωί πρωί στο σπίτι μας και με πήρε μαζί της . Στο δρόμο ήταν σιωπηλή και με κρατούσε προστατευτικά από το χέρι. Όταν φτάσαμε στην εκκλησία και πήγαμε στο γυναικωνίτη, είδα πως την καλοδέχτηκαν οι άλλες γυναίκες και μερικές μάλιστα επέμειναν να της δώσουν το στασίδι τους να καθίσει παρ’ όλο που ήταν μικρότερη από αρκετές. Ανάμεσά τους αναγνώρισα πολλές συζύγους των εργατών του παππού και κάποιες απ’ αυτές μου τσίμπησαν δυνατά τα μάγουλα. Αφού βαρέθηκα να παρακολουθώ τις αβρότητες μεταξύ τους, έστρεψα την προσοχή μου σε άλλα θέματα πιο ενδιαφέροντα. Το φως των κεριών που βρισκονταν στο μανουάλι με τράβηξε σαν μαγνήτης. Δεν πρόλαβα να παίξω με τη φλόγα ενός κεριού που μου κλεινε το μάτι και αμέσως η γιαγιά με τράβηξε προς το μέρος της κάνοντάς μου την αναμενόμενη παρατήρηση. «Δε σου πα να σαι καλό παιδί αμα λερώσεις το φιστάνι σου πως θα σε σουλουπώσει η μάνα σου».
Ξαφνικά το φως των κεριών έχασε τη λάμψη του. Ο μικρός Χριστούλης που είχε μόλις γεννηθεί είχε κάνει κιόλας το πρώτο του θαύμα!!!! Η γιαγιά μου είχε το στόμα της γεμάτο με κατάλευκα κι ολόισια δόντια. Το δέρμα σε όλο της το πρόσωπο είχε τσιτώσει κι έμοιαζε με κοπέλα. Η χαρά μου και η περηφάνεια μου ήταν τόσο μεγάλη που φώναξα δυνατά για ν’ ακουστώ πάνω από τη φωνή του παπά «η γιαγιά μου έχει ντόντια, ω! τι ωραία ντόντια έχει η γιαγιά μου»!!!!
Χρόνια αργότερα ανακάλυψα πως το θαύμα της μασέλας γίνεται από τους οδοντοτεχνίτες κι εκεί το ομολογώ, η πίστη μου κλονίστηκε. Πάντως βγήκε και κάτι καλό απ’ αυτή την ιστορία, από τότε οι θείοι μου με κοροιδεύουν πλέον για τη μασέλα της γιαγιάς και δείχνουν να χουν ξεχάσει οριστικά το «καλικαντζαράκι».
υ.γ. Χρόνια πολλά αγαπητή "Λαογραφία της Σαντορίνης"καλωσόρισες και επίσημα στο καλλιστορώντας.