Γράφει ο Μάρκος Αβ.Ρούσσος στο "Σαντορίνη Ηθη έθιμα και παραδόσεις",
Μέχρι τις αρχές του 20ουαιώνα, τα έθιμα της Λαμπρής ήταν αναλλοίωτα, όπως: ο « Λάζαρος», τα « σήμαντρα», ο «Οβραίος», οι «κουτσούνες», οι «φεσκουλιές», τα «μιλιτίνια», τα «σγαρδούμια», και πολλά αλλά από τα οποία ελάχιστα διατηρούνται μέχρι σήμερα.
Μέχρι τις αρχές του 20ουαιώνα, τα έθιμα της Λαμπρής ήταν αναλλοίωτα, όπως: ο « Λάζαρος», τα « σήμαντρα», ο «Οβραίος», οι «κουτσούνες», οι «φεσκουλιές», τα «μιλιτίνια», τα «σγαρδούμια», και πολλά αλλά από τα οποία ελάχιστα διατηρούνται μέχρι σήμερα.
Από ότι θυμούνται οι γεροντότεροι, το σαραντάμερο της Τρανής Σαρακοστής, ακόμα και οι άρρωστοι. Το παρακάτω απόσπασμα αφήγησης μιας ηλικιωμένης θηραίας μας δίνει ολοκάθαρα την εικόνα της ζωής εκείνης της εποχής:
« Την τρανή Σαρακοστή, δε πασκάζαμε τίοτις,και καλά μαθές κρηάς, ψάρι, βούτυρα, αυγό, γάλα, τυρί ή λάδι. Ψάρι ητρώαμε μόνο του Ευαγγελισμού και των Βαγιών, κι αν ήτανε σορόκος ητρώαμε μπακαλιάρο, λάδι μόνο οι άρρωστοι και οι λοχούδες αλλά όχι Τετράδη και Παρασκευή. Σα ήμπενε η μεγαλοβδομάδα, όλοι ησπουτάζαμε να σαχτούμε για να πάμε στη εκκλησιά, πριχού βγει ο Νυφίος. Τότες από ότι θυμούμαι το χωριό μας, είχε 4 ενορίες τση Παναγιάς, του Χριστού, του Αγίου Σπυριδώνου και του Άη Χαραλάμπου, όλες οι εκκλησές ήτανε γιομάτες. Οι παλαιοί ηλέανε πως ήτανε ενορία και η Αγία Τριάδα και καλά ότι το Νημποριό είχε 5 ενορίες. Οι πρωτινοί ήτανε του Χριστού αθρώποι, τουτουνού του καιρού σκαρτέψανε και για ταύτος πάμε έρι πρεέρι. Όλοι ηλαλακούσαμε να ξημερώσει, η Μεγάλη Πέφτη για να κάμωμε τα λαμπριανά. Οι σκουτέλες για το ζύμωμα, τα μουρτάρια για το κοπάνισμα των μυρωδικών , τα τσουκαλικά για το βάψιμο των αυγών όλα ήτανε χαζήρικα από την αυγή και η νοικοκυρά, άμα ήβραζε τη αλιφασκιά των παιδιών, για να πιούνε το βραστάρι τους, να μη συναωγιάζουνε, άρχιζε το ζύμωμα. Πρώτα ήπλαθε τσι κουτσούνες των παιδιών. Για το πιο μεγάλο παιδί έκανε την πιο μεγάλη κουτσούνα. Στη μούρη τση κουτσούνας ήβαζε ένα κόκκινο αυγό και τση δίπλωνε τα χέρια τζης μπροστά τζης.Ύστερις ζύμωνε σ άλλη σκουτέλα τα κουλουράκια και τσι τυροπιτες με το ζαφορά και σαν τα ‘ πόκανε αυτά, ηκίνα τα μελιτίνια και τσι φεσκουλιές.»
Οι πασχαλινές τυρόπιτες ήταν πολύ νόστιμες και παρασκευάζοντο ως εξής:
Η νοικοκυρά έπαιρνε 6- 10 οκάδες σιμιγδάλι, και δύο 2-3 οκάδες τυρί χλωρό, 100 – 150 αυγά κοπανισμένο μοσχοκάρυδο και ζαφορά σε ποσότητα τέτοια ώστε τη ζύμη να γίνει αρκετά κίτρινη. Αφού όλα αυτά εζημώνοντο καλά, άφηναν το μείγμα να φουσκώσει. Εντωμεταξύ έπλαθαν από ζύμη στρογγυλά φύλα, πολύ ψιλά και έβαζαν το μείγμα μέσα σ αυτά.κατόπιν σήκωναν τις άκρες κάθε φύλου και το δίπλωναν όταν τελείωναν, τα πήγαιναν στο φούρνο. Μετά δύο ή τρεις ημέρες έκοβαν τις τυρόπιτες σε τεμάχια και τις πήγαιναν στο φούρνο για να γίνουν παξιμάδι, και τούτο για να διατηρηθούν περισσότερο καιρό. Οι φεσκουλιές ήταν πολύ νόστιμες και τις έφτιαχναν από αλεύρι με κομμένα ψιλά φέσκουλα και πολύ πιπέρι. Το μείγμα εζυμώνετο και εψήνετο στο φούρνο. Σήμερον παρασκευάζονται μόνο μελιτίνια, από φαρίνα, μυζύθρα, αυγά και βούτυρο.
«Σαν ετελειώναμε τα ζυμώματα όσοι είχανε φουρνί, τα άφτανε και τα φουρνίζανε, απές οι άλλοι τα παένανε στο φούρνο του χωριού.το Νημποριό είχε 5 φούρνοι και δέκα μύλοι που δουλεύάνε ντάιμα κείνα τα χρόνια για να το θρέψουνε το χωριό. Το κοπελομάνι ηανεκρέμουυντα απ όξω από τσι φούρνοι, πότες θα βγούνε οι κουτσούνες για να τσι πάρουνε. Αλλά καθα είς ήπερνε τη δικιά ντου και τη φύλαε μέχρι να πάει στην Ανάσταση και να τη πάρει μαζί ντου. Τα πιο μικρά παιδιά που δε νοούντανε δεν νταγιαντούσανε, και τη δακούσανε, μα και τα πιο μεγάλα ανοίανε κατσιμας το σεντούκι και αρπούσανε κανένα κουλούρι. Σα τύχενε όμως και το θώριε η μάνα ντου ήτρωε το άλαι ντου.
Με το κάτσιμο του ήλιου ηχτύπα η καμπάνα τση Παναγιάς και όλο το χωριό ητοιμάζουντα για την εκκλησά. Όπως σου ανεθίβαλα , το χωριό είχε 5 ενορίες και ηγεμίζανε ολες. Όλα τα κατηχούμενα ήτανε γεμάτα κοπελούδια, οι άντρες δεν χωρούσανε και κάθουντα όξω στην αυλή και αφουγκράζοντα τον παπά που ήλεε τα δώδεκα ευαγγέλια.
Όντες ήβγαζε ο παπάς, το Κατασταυρωμένο και ήψαλε το «Σήμερις κρεμάται επι ξύλου», τα μάτια όλων δακρύζανε που ηθωρούσανε το Χριστό σταυρωμένο πάνω στον Τίμιο Σταυρό. Μετά τα δώδεκα ευαγγέλια οι κοπέλλες του χωριού στολίζανε , όπως και τώρα το Πιτάφιο, με δροσερά αβγιολόπουλα που τα μαζεύγανε από το πρωι, γυρίζοντας τις γειτονιές με πανέρια.