Κλονίστηκαν τα σκοτεινά λαγόνια,
τα σπίτια έρεψαν,
οι δρόμοι ερήμωσαν,
ζωές πετάξανε
κι ολούθε φάνταζες
δρακόντου στόμα.
Εσείστης
και βουνά σαν ώμους αδιάφορα τα κίνησες,
όγκους νερών ανάβλυσες,
τα σπίτια τσαλαπάτησες,
κι η γης μαράζωσε σ’ αιώνων χάδι.
Εσείστης
κι όλα μοιάζαν νεκρά,
Πετρωμένα, υπόγεια.
Όλα βγάζαν καπνούς,
όλα δείχναν χαμένα.
Μα ξανά χαμογέλασες
κι όλα ανθίσαν με βιάση.
Πορφυρά και μαβιά και γαλάζια και κίτρινα,
η ζωή πυροτέχνημα απ’ την πέτρινη αγκάλη.
Μα ξανά χαμογέλασες
και τα σπίτια σαν κρίνα φυτρώσαν,
τα αμπέλια το χώμα αγκάλιασαν,
με ντομάτες οι δρόμοι ματώσαν
και ξανά η χαρά μια ανάγκη.
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
πηγή εδώ