ηγή: Καδιώ Κολύμβα: "Η Πάνω Μεριά του κόσμου", εκδ. Αρμός.
"....'Ημουνε δεν ήμουνε 10 χρόνων, τον Αύγουστο του 1892, κι όμως το θυμούμαι σα να 'ναι τώρα δα, που ηκατεβήκαμε στην Αρμένη με τη μάνα μας. Εκείνη καθισμένη στο άσπρο μουλάρι με την κόκκινη κουβέρτα κι ‘μεις οι δυο αδερφές σε ένα γάιδαρο. Ηκατέβαινε πολύς κόσμος γιομάτοι ζώα οι καραβολάδες. Απόγευμα ήτονε και ο ήγιος κρυβότανε πίσω από τη Θηρασά. Η θάλασσα χαμηλά δεν ηξεχώριζε απ'τον κάμπο. Καΐκια και βάρκες ηπερίμεναν για να μας επάνε στην σπηγιά. Ήτονε 3 του Αυγούστου παραμονή των Αγίων Εφτά Παίδων. Ήμπαμε σε ένα στολισμένο καΐκι λεγόμενο Ταξιάρχης κι ύστερα ήβγαμε σε μια μικρή αμμουδιά. Ήμασταν εγώ, το Μαργαρίτι η αδερφή μου, η Μαργαρώ η Ζαράναινα, το Θολοίνι και η άλλη μου φιλενάδα το Τσουράνι. Πήγαμε κατευθείαν στην σπηγιά. Τόσο μικρή ήτο η εκκλησά ώστε το μανουάλι με τα κεριά δεν χώραγε μέσα παρά το ΄χανε ακουμπισμένο από ‘ξω στην άμμο και κοντά εκεί σε ένα στασίδι είχανε θέξει την εικόνα των Αγίων. ‘Ηφερνε ο κόσμος βασιλικά και γλάστρες με μαντζουράνες και μεγάλα τριαντάφυλλα. Μοσχοβόλαγε η θάλασσα λιβάνι από το θυμιατό του παπά. Και όσο νύχτωνε ήναβαν και άλλα κεριά στην άμμο για να θωρούν να πατούν αυτοί που ήρχονταν καθυστερημένοι. Η φωνή του παπά που ήψελνε ηκουγόταν μέσα από τη σπηγιά πότε δυνατή κάθε που ημίγιε ο κόσμος δυνατά πότε χαμηλή όταν ησύχαζαν. Προσκυνήσαμε την εικόνα και αμέσως ητρέξαμε στο παιχνίδι. Η μάνα μας στάθηκε με τους συγγενείς και τσοι φιλενάδες τση. Κάθε που μπρόβαλε κανένας με τη βάρκα στο σκοτάδι τον καλοδέχνουνταν, όλο το «καλώς ήρχετε» ήλεανε. Οι μεγάλοι καθίσανε χάμω στην άμμο κι οι γυναίκες ησκέπασαν τα πόδια τους, η μια με το μποξά τση, η άλλη με την κουβέρτα που ΄χε φερμένη. Στρώσανε τα μαντίγια τους και ηστραύρωσαν τα χέρια δίπλα στα κοφίνια με τσοι άρτοι. Σαν ησκόλασε η εκκλησά ήτονε νύχτα. Μας ήδωκαν από ένα μεγάλο κομμάτι άρτο με γλυκάνισο και κάποιος ήπλυνε σταφύλι στη θάλασσα και μας εμοίρασε. Μετά πέσαμε στις κουβέρτες απά στην άμμο που ήτονε ζεστή και θωρούσαμε τα αστερια ώσπου μας ήπηρε ο ύπνος. Θυμούμαι που ήκουγα μια γυναίκα να διαβάζει λογια τση εκκλησίας δίπλα στο μανουάλι μιση μέσα μισή όξω από τη σπηγιά όλη νύχτα. Την αυγή ησήμανε η καμπάνα που ΄χανε δέσει στο βράχο. Η μάνα μας ήναψε κι άλλα κεριά. Φτάσανε κι άλλα πολλά καΐκια στολισμένα. Φέρανε και άλλο κόσμο. Δεν ηχώραγε η αμμουδιά. Κι όπως ήμασταν όλοι στη γραμμή να μεταλάβουμε πρώτα οι μεγάλοι με τσοι τραγιάσκες τα παιδιά και πίσω οι γυναίκες ήφτασε ένα μεγάλο καίκι κι ηρχίνησε να σφυρίζει. Ηχτύπα κι η καμπάνα, γέλια ο κόσμος, φωνές μες στα νερά τα παιδιά ώσπου μπρόβαλαν ο Μαθιός «τση Αλυαριάς» με το βιολί και ο Νικήτας με το λαγούτο τση Κατίνας «του Ρυμιδιού» με τσοι γυναίκες τους την Αντωνιά «την Κατωμερίτισσα» και το Ρηνάκι «του Λουλουδιού». Ηφέρανε πολλά κοφίνια και τον τέντζερη με την πανήγυρη. Την είχανε μαγειρέψει στην Αρμένη γιάντα το πανηγυρόσπιτο των Αγίων ήτονε μικρό και δεν χώραγε. Χταποδάκι με μακαρονάκι κοφτό, νηστίσιμο, ήμασταν στον Άγιο Δεκαπέντε κι όλοι μας νηστεύαμε. Κουβαλήσανε και κρασί με πλεχτές νταμιτζάνες και φάβα και ψωμιά και άμα αποφάγαμε* αρχίνησαν τα βιολιά και οι χοροί. Χορεύανε οι άντρες και τα παλικάρια με τσοι λογοδοσμένες και τα αντρόγυνα, ηχόρευε ο Σπύρος «του Γιατρού», το Φλουρί, η Μαρκετούσα, ηφερτάρανε και όλο ευχές. Η μάνα μας δεν ηχόρεψε επειδή ήλειπε ο πατέρας μας σε ταξίδι. Κι οι άλλες γυναίκες που ΄χαν άντρα στα ταξίδια κι αυτές δεν ηχόρεψαν. Έτσι το ΄χουμε εμείς στην Απάνω Μεριά! Ίντα θα πει ο κόσμος… Το μεσημέρι αργά ήμπαμε στο καΐκι και πίσω στην Αρμένη. Κάτω μας ηπερίμενε ο Αντώνης με τα ζώα και μας ηνέβασε στο χωριό. Δεν ξεχνώ κείνη τη μέρα. Πάντα τη θυμούμαι. Τάξιμο το ‘καμα από τότες που ήμουν μικρή, μες στην καρδιά μου ήτονε οι Άγιοι Εφτά Παίδες να με αξιώσει ο Θεός να κάμω κι εγώ κάτι τις στη χάρη τους.