Καθαρά Δευτέρα στη Σαντορίνη
Είναι η πρώτη μέρα της μεγάλης Σαρακοστής. Τη μέρα αυτή, νηστεύουμε και το λάδι.Τρώμε φάβα, χαλβα, ελιές, ταραμά, κρόμμυδα, και λαγάνες. Αχινούς, πατελίδες, ξερά χταπόδια που τα ψήνουν στη χόβολη
Ο περισσότερος κόσμος βγαίνει στα χωράφια ή στη θάλασσα .Όσοι μένουνε στα σπίτια, βγάζουνε το τραπέζι στην αυλή και το στρώνε χωρίς τραπεζομάντηλο με τα «νηστίσιμα» επάνω. Τρώνε και διασκεδάζουν με διάφορα τραγούδια όπως: «Ήφυαν οι απόκριες και οι παλιομασκαράδες και ήλθε η Σαρακοστή με ελιές και ταραμάδες».
Τότε ακούγεται και το παρακάτω- ξεχασμένο ξόδι της Μεγάλης Σαρακοστής:
Ξόδι της Μεγάλης Σαρακοστής
Τώρα είναι Αγιά Σαρακοστή, τώρα είναι Άγιες ημέρες
που λειτουργούν οι εκκλησιές και ψάλλουν οι παπάδες
και λεν το Κύριε ελέησον και το Άγιο το Βαγγέλιο.
Όποιος το λέει σώζεται κι όποιος το πει Αγιάζει
κι όποιος το καλοαφκριστεί παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της
την προσευχή της έκανε για τον μονογενή της.
Κι’ εκεί που προσευχότανε, κι’ εκεί που παρεκάλει
ακού βροντές και αστραπές και ταραχή μεγάλη.
Βγαίνει στην πόρτα της να δει, βγαίνει στην γειτονιά της.
Βλέπει τον ουρανό θολό και τ’ άστρα βουρκωμένα,
το φεγγαράκι το λαμπρό στο αίμα βουτηγμένο.
Βλέπει τον Γιάννη κι έρχονταν γδαρμένο, σκοτωμένο.
- Τι έχεις Γιάννη μου και κλαις και βαριαναστενάζεις;
- Δεν έχω στόμα να στο πω , χείλη να στο μιλήσω,
ούτε η καρδιά μου το βαστά να σου το μολογήσω.
Το δάσκαλο μου πιάσανε οι άνομοι Εβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλιά κ’ οι τρεις καταραμένοι.
Σαν κλέφτη τον επιάσανε, και σαν ληστή τον πάνε,
και στου Πιλάτου τα σκαλιά, εκεί τον τυραννάνε.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθη
σταμνιά νερό την περεχούν, τρία κανάτια μόσχο,
και τέσσερα ροδόσταμο ώσπου να συνεφέρει.
Και σαν την συνεφέρανε τούτο το λόγο λέει:
-Ας έλθει η Μάρθα και η Μαριά κι άλλη η Ελισάβα,
και του Λαζάρου η αδελφή και του Προδρόμου η μάννα.
Να πάμε να τον εύρουμε πριν μας τον εσταυρώσουν,
πριχού του βάλουν τα καρφιά και τόνε θανατώσουν!
-Βλέπεις εκείνο το βουνό το υψηλό το μέγα
που ’χει την πράσινη κορφή την θαλασσιά παντιέρα;
Εκεί πάνω τον έχουνε , και τόνε τυραννάνε.
Επήραν το στρατί – στρατί, στρατί το μονοπάτι
και το στρατί τις έβγαλε στ΄ ατσίγγανου την πόρτα.
-Ώρα καλή σου ατσίγγανε και τ΄ είναι αυτά που κάνεις;
-Καρφιά μου παραγγείλανε οι φίλοι μου οι Εβραίοι.
Εκείνοι μου παν τέσσερα μα γω τους κάνω πέντε.
Τα δυο στα δυο του γόνατα, τα δυο στα δυο του χέρια,
το πέμπτο το φαρμακερό να μπει μες την καρδιά του.
Να τρέξει αίμα και χολή από τα σωθικά του.
Η Παναγιά σαν τ΄ άκουσε έπεσε και λιγώθη.
Σταμνιά νερό την περεχούν ώσπου να συνεφέρει.
Και σαν τη συνεφέρανε τούτο το λόγο λέει:
- Άντε κ΄ εσύ ατσίγγανε, ψωμί να μην χορτάσεις,
μόνο αχυλιές και κάρβουνα, πάντα σου να μαλάζεις.
Ούτε η τραχηλίτσα σου πουκάμισο να βάλει
ούτε και τη γυναίκα σου σε σπίτι να τη βάλεις!
Παίρνουνε το στρατί – στρατί, στρατί το μονοπάτι
και το στρατί τις έβγαλε εις του ληστή την πόρτα.
Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
Κ’ η πόρτα απ’ τον φόβον της άνοιξε μοναχή της.
Κοιτά δεξιά, κοιτά ξερβά, κανέναν δεν γνωρίζει,
κοιτά και δεξιότερα βλέπει τον Άγιο Γιάννη.
Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γιου μου
μην είδες το γιουκάκι μου και συ τον δάσκαλο σου;
-Δεν έχω στόμα να στο πω, χείλη να στο μιλήσω,
ούτε και χειροπάλαμο για να σου τον εδείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό τον παραπονεμένο,
όπου φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Αυτός είναι ο γιόκας σου και με ο δάσκαλος μου.
Εργο του Μιχάλη Καριάμη
-Επήραν το στρατί – στρατί , στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τις έβγαλε μπροστά στον σταυρωμένο.
-Γιε μου , που είναι τα κάλλη σου και πουν η λεβεντιά σου,
και τα σγουρά σου τα μαλλιά και η παλικαριά σου;
Δεν μου μιλείς μιλίτσα μου δεν μου μιλείς μιλιά μου;
-Πάρτο μάνα απόφαση σαν που το πήραν κιάλλες,
το πήραν μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες.
Το πήραν κι οι καλόπαντρες, για τους καλούς τους άντρες!
Άντε μάνα στο σπίτι σου και στο νοικοκυριό σου
στρώσε τραπέζι θλιβερό μ’ αφράτο παξιμάδι
και πίνε και γλυκό κρασί, να σου περνά η ζάλη.
Πάει η μάνα στο σπίτι της πάει στα γονικά της
βάζει κρασί στον μαστραπά κι’ αφράτο παξιμάδι.
Πέρασε κ’ η Άγια Καλή κιαυτό το λόγο λέγει:
-Ποιος είδε γιο εις τον σταυρό και μάνα στο τραπέζι;
-Άντε και συ Άγια Καλή ποτέ σου μην γιορτάσεις
ποτέ τ’ ονοματάκι σου στην εκκλησιά μην ψάλεις!
-Όποιος τ’ ακούει σώζεται κι’ όποιος το πει αγιάζει
και όποιος το καλοαφκριστεί, παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο.
Τώρα ειν Άγια Σαρακοστή, τώρα ειν’ Άγιες μέρες
που λειτουργούν οι εκκλησιές και ψάλλουν οι παπάδες
και λεν το Κυρ ελέησον και τα’ άγιο το Βαγγέλιο!
Πηγές:
· Μαρία Μαυρομμάτη: Συλλογή λαογραφικής ύλης εκ του χωρίου Πύργος, της επαρχίας Θήρας, του νομού Κυκλάδων (1969) http://pergamos.lib.uoa.gr/dl/navigation?pid=uoadl:8598&scheme=euDefaultView