Εντοπίστηκαν (Περιοδικό Πλειας τ.6 αρ.5 (1882),και αλιεύθηκαν οι παροιμίες που κατέγραψε ο Ν. Πετάλας στη Σαντορίνη.
· Μήτε πικρύς και ρίξης με, μηδέ γλυκύς και φας με.
· Α(ν) δε(ν) σφάη το πρόβατο, τ’ αλειμάν του δε (ν) φαίνεται.
· Ή με τρέλλα ή με γνώσι, ο καιρός θα τελειώση.
· Σαν το μπόι μου είνε πολλοί, μα σαν τη γνώμη μου κανείς.
· Καλλίτερα διανεύτρα παρά δουλεύτρα.
· Πέντε βούδια, δυο ζευγάρια.
· Κι’ οι άγιοι φοβέρα θέλουν.
· Του Γεννάρη το φεγγάρι, παρά λίου είνε μέρα.
· Στάλα με στάλα το νερό, το μάρμαρο τρυπά το, το πράγμα π’ αγαπά κανείς γυρίζει και μισά το.
· Τα λόγια κόβγουν άντερα.
· Κατά μιας πήγε ο Βρηός στο παζάρι κ’ ήλλαχα και Σάββατο.
· Σελλάτο βούδι αγόραζε και γάδαρο καμπούρη, γυναίκα στενοκάπουνη και χοίρο μακρομούρη.
· Για να κλάψη μια γυναίκα είνε τόση δυσκολιά, Σαν να βρέξη το χειμώνα όταν είνε συνεφφιά.
· Ηπηαμε να πιάσωμε και μας ετσακώσανε.
· Καλλιά μοναχός παρά κακά συντροφιασμένος.
· Εληά του παππού σου, συκιά του κυρού σου κι’ αμπέλι του χεριού σου.
· Λιμό γαδούρι, σάκκον άχερα.
· Η γυναίκα κάνει τον άντρα.
· Ο λόγος σου με χόρτασε και το ψώμι σου φά’ το.
· Ο λωλός με τη λωλάδα του γεμίζει την κοιλάρα του.
· Ώστε που ηλωνίζαμε, Βασίλη κυρ Βασίλη, Κι’ όντας ηπολωνίσαμε όξω παληκοκασίδη.
· Παιδιού κι’ αγίου μη τάξης, Κι’ αν τάξης, μη γελάσης.
· Ο κλέφτης το γυβέντισμα, για πανηγύρι το ΄χει.
· Ζημιά στον κάμπο γίνεται, στο σπίτι αποσώνει.
· Το μυριστικό κωδώνι από εκείνο που ΄χει δόνει.
· Στων τρελλώ τη χώρα Αδραβανής ‘πίσκοπος.
· Αν ήκουε ο Θεός των κουρουνώ, δεν ήφινε λύθι στη συκιά.
· Από τα χείλη πηγαδιού, δε(ν) λείπει πρασινάδα, Αγάπη χωρίς πείσματα δεν έχει νοστιμάδα.
· Όπου λυπάται του κάτη το ψωμή, τρώει ο μπετικός τα ρούχα του.
· Ας βγάλουνε τα μάτια των με τση χρουσαίς βελόνας.
· Τα πίσω φίδια έχουν τς΄ορυκις.
· Εις εσέ τον γενεράλε το κατατραμ΄είνε χαζίρι, στείλε τασπρα να το πάρης.
· Κάλλλια κόκκινο πρόσωπο παρά κίτρινη καρδιά.
· Το καλό δεν πέφτει χάμαι.
· Αργός δουλειά δεν έχει, τον κάτη λει και δένει.
· Αι Γιώργη βούθα με- Σει και συ τον πόδα σου.
· Αι μου Γιώργη ‘ φαίνε μου το πανάκι μου – Φαίνε το να ΄φαίνεται.
· Από πήττα, που δεν τρώω, δεν με μέλλει κι αν καή.
· Για το γείτονα μου λέω και για λόου μου γυρεύγω.
· Θωρώντας τη γειτόνισσα το καν΄η μια την άλλη.
· Τα αγαπά καρδιά τα’ ανθρώπου, το καλλίτερο του κόσμου.
· Χίλια λόγια έναν άσπρο και πάλι κρίμα στ άσπρο.
· Εκατό συλλοαίς, ένα χρέος δεν πλερώνουν.
· Άβουλος ο νους, διπλός ο κόπος.
· Όταν θέλης να παρηγορηθής, βλέπε το χειρότερό σου κι ‘ όχι τον καλλίτερο σου.
· Όταν έχεις δέκα κράτει, κι όταν έχης δύο ξεπόλα.
· Τα δε (ν) δείχν΄η τέχνη, τα φανερών η τύχη.
· Όπου κοπελομάνη, δε(ν) γεροντοξεχνά.
· Κοιμάται και μερώνει, ξυπνά και μεγαλώνει.
· Τα κακά σκυλιά δεν έχουν ψόφο.
· Το κακό σκυλί ψωριάζει, μα δεν ψοφά.
· Πουλολόου και ψαρά, έρημο το σπίτιν του.
· Θα σηκωθούν η πέτραις ή μικραίς να δείρουν της μεγάλαις.
· Η δύο πέτραις κάνουν τ αλεύρι.
· Σαν ψηλώσ’ ο νους τα ανθρώπου, άμε κάθου γύρευγε.
· Πότ΄έγινε η κολοκύθα, πότ’ ημάκρυν΄η ουράν τση.
· Όπου ΄χ΄αμπέλλα, βάλλ΄αργάταις και καράβια καλαφάταις.
· Όπου λυπάται από τη σφήνα, χάνει από την καρκούνα.
· Όσο θέλεις φούσκωνέ τα, με το ζύι θα τα πάρης.
· Άσπρος γεννητ΄ο κόρακας και κόκκινος μαλλιάζει, Και μαύρος καταστήνεται και του κυρού του μοιράζει..
· Άσπρος ήλιος μαύρη ‘ μέρα.
· Που ‘ χει παιδιά και τσάτσαλα, στο γαμ ας μη πη(γ)αίνη.
· Τον ακάλεστο στο γάμο στην άκρια τονε καθίζουν.
· Η γούλα κάστρι πολεμά και με το ‘ δει(ν) διαβαίνει.
· Ο άντρας με το τζουβάλι κι η γυναίκα με το κουτάλι, σπίτι ποτές δε(ν) γίνεται.
· Τα στραβά μας παραθύρια τα τορνέτα μας τα ‘ σάζουν.
· Φτωχός άγιος, μνήμη δεν έχει.
· Τα δαχτυλίδια ηφύανε, τα δάχτυλα ημείνανε.
· Ο φτωχός ηκάθουντα κι ο Θεός ηγνοιάζουντα.
· Η αυγή θέλει το δείξει τίνος μάνας θενα λείψη.
· Ο καιρός πουλεί τα ξύλα κι’ ο χειμώνας τ αγοράζει.
· Σε τούτο το λωλό χωριό παπάς δεν ήταν κι ήρθα ‘ γω.
· Όπου κρυφά παντρεύγεται, φανερά πομπεύγεται.
· Η κοιλιά παραθύρια δεν έχει.
· Τ’ ανηπόρπιδο καράβι σ’ αγαθό λιμάνι αράσσει.
· Κάθε θάμμα τρίμερο και το παράθαμμα πέντε.
· Ο Χοντρός απ’ τη σκάσιν του ηξεροκακνάκιαζε.
· Ο φρόνιμος την πίκρα του παρηοριά την έχει.
· Ο φρόνιμος την πίκρα του παρηγοριά την έχει.
· Θέλεις θέριζε και δένε, θέλεις δένε και κουβάλα.
· Ας μπαίνει ο κόμπος κι ας λέ ο κόσμος.
· Όντες θέλης σπείρε με, το Μαί θέρισε με.
· Πέντε μήνες πέντε κόμποι κι ένας μήνας πέντε κόμποι.
· Το κρίμα ναγγαστρόνεται, μετά καιρό γεννιέται.
· Η ανάγκη της ευγενικής αδιάντροπαις τση κάνει.
· Τον αδιάκριτό σου φίλο μηδέ, συ’ ντραπής εκείνο.
· Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τζακίζει.
· Τα ξερά κουκιά χτυπούνε στον τοίχο;
· Άκουε σακκί δεμένο στον τοίχο ακουμπισμένο.
· Μένει ποτές κρέας στο μακελλειό.
· Τα μου’ καμες γειτόνισσα στον εδικό μου γάμο, να μ αξιώση ο Θεός διπλά να σου τα κάμω.
· Το παιδί σου πάντρεψες, γείτονά σου το ‘ καμες, όχι καλό παρά κακό γείτονα.
· Δεν είνε τ αξαζούμενο μόνο το χρειαζούμενο.
· Σύδεκνε κι΄ανη μιλούμε , συχνογύριζε την πήττα.
· Με το νου πλουταιν η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα.
· Πήττα μπρος και πήττα πίσω, θα βγω θέλω να μιλήσω στης γειτόνισσας το δίκιο.
· Ότι μέλλει , να ρθη θέλει.
· Τα λία λόγια είνε χρυσά και τα μηδέ καθόλου μαλαματένια.
· Δανείζου, καλοπλήρωνε και πάλι στρέφε κι έπαιρνε.
· Τράβα πόνο για μορφιά.
· Πισω είνε τα κοφτερά.
· Μεγάλη μπουκια να τρως και μεγάλο λόγο να μη λες.
· Σα μάθη ο σκύλος την κάπαρη....
· Μήτε συ, παπά βλογιά, μήτε εγώ τη λειτουργιά.
· Τα γρόσια το Χριστό επαραδώσαν.
· Η αρρώστια έρχεται με το τσουβάλι και φεύγει με την τρίχα.
· Όντα ζυμώνης, χόρταινε κι ότα χοιροσφαίζης, κι ότα γεμώζεις το βουτσί, κι ότα τα’ αποστραγγίζης.
· Τα δώσης έχεις τα φάς κερδέξης.Το ‘χεις εκεί και κοίτεται, δε ξέρεις τι σου γίνεται.