του Δ. Πράσσου
Ο Ντομένικο Πιζάνι, υπήρξε «σώγαμπρος» στη Σαντορίνη. Ήταν ένας βενετσιάνος άρχοντας –μάλλον τυχοδιώκτης, όπως οι περισσότεροι αριστοκράτες της εποχής- που κέρδισε το λαχείο, νυμφευόμενος (το 1480) την πανέμορφη πριγκιποπούλα Φιορέντζα Κρίσπη και για την ευφυή του επιλογή, έλαβε ως προίκα τη Σαντορίνη. «Φαίνεται δε, πως είτανε καλός και μυαλωμένος, άρχοντας», αναφέρει ο Θηραίος συγγραφέας-λαογράφος Φίλιππος Κατσίπης, «γιατί βλέποντας τη φτώχεια του νησιού μας, εφρόντισε να φυτέψουνε αμπέλια και εληές και να σπείρουνε βαμβάκι». («Σαντορίνη» -Μιχαήλ Δανέζης- επιμέλεια Εμμανουήλ Λιγνός. Αθήνα – 1971).Η προίκα του Πιζάνι, δεν περιείχε σπουδαία πράγματα, γιατί η πετραία και αυχμηρή γη της Σαντορίνης, δεν προοιώνιζε μεγάλες πολυτέλειες στον πορφυρογέννητο βενετσιάνο. Άλλωστε, όπως έγραφε δύο αιώνες αργότερα (Παρίσι 1657) ο Γάλλος ιερωμένος Francois Richard, που γνώρισε καλά τη Σαντορίνη: «Η φτώχεια του νησιού έχει κάνει την αργία ανύπαρκτη. Όλοι, ακόμη και τα παιδιά, δουλεύουν και οι γυναίκες ξεπερνούν τους άνδρες, μια και αυτές δε σταματούν ποτέ τη δουλειά. Υφαίνουν βαμβακερά υφάσματα, αλλά ασχολούνται και με την καλλιέργεια της γης». Ο φιλόπονος Ιησουίτης κατέγραψε με θαυμαστή πληρότητα την οικονομική και κοινωνική ζωή της Σαντορίνης, στο «Relation de ce qui s’ est de plus remarquable a Saint-Erini» (Παρίσι 1657), περιγράφοντας το ταξίδι στο νησί όπου πάντως παρέμεινε επί αρκετά χρόνια. Και βέβαια, η διατροφή των ντόπιων, ήταν τότε εξαιρετικά λιτή, με κύριο φαγητό το κρίθινο παξιμάδι (απαράδεκτο για τους λεπτεπίλεπτους γάλλους), τα ελάχιστα λαχανικά και τα πουλιά τα οποία αιχμαλώτιζαν και πάστωναν την εποχή της αποδημίας τους.Αλλά και στην εγκυκλοπαίδεια «Le Grand Dictionaire geographique et critique» που εξέδωσε το 1737 ο Antoine-Augustin Bruzen de La Martinière, πολυμαθής γάλλος επιστήμονας και ευνοούμενος του καθολικού βασιλιά της Ισπανίας Φιλίππου του πέμπτου, γίνεται σαφής αναφορά, στη βαμβακοκαλλιέργεια. «Τίποτα δεν είναι πιο άνυδρο και άγονο από το νησί της Σαντορίνης (Sant-erini στο πρωτότυπο)», γράφει «το έδαφος αποτελείται από θρυματισμένη ελαφρότετρα, ωστόσο η φιλοπονία των κατοίκων το έχει μετατρέψει σε κήπο[…] βγάζει λίγο σιτάρι, πολύ κριθάρι, πολύ βαμβάκι και κρασί σε αφθονία. […] τα λικέρ (σ.σ μάλλον εννοεί το Βινσάντο) και τα βαμβακερά υφάσματα αποτελούν τις κύριες πηγές εμπορίου». Αναφέρει μάλιστα ότι το φυτό καλλιεργείται ως θάμνος, κάτι που επαναλαμβάνουν και άλλοι περιηγητές, όπως ο Ολλανδός υποπλοίαρχος Heinrich Leonard Pasch van Krienen, ενώ ο Γερμανός Frieseman, αναφέρει ότι το κρασί και τα βαμβακερά, ήταν τα σημαντικότερα εξαγώγιμα προϊόντα του νησιού.Η πιο πολύτιμη μαρτυρία για το θηραϊκό βαμβάκι, έρχεται από τον σπουδαίο ιατροφιλόσοφο και «άνθρωπο της επιστήμης» (man of science, τον αποκαλούσαν ξένες εφηερίδες της εποχής- Times Ιούνιος 1966) Ιωσήφ Δεκιγάλλα που διακρίνει το πολυετές είδος «Gossypium arboretum», από το ετήσιο «Gossypium berbaceum», που σύμφωνα με τον ίδιο «δεν ευδοκιμεί στο νησί». Αλλά ο Δεκιγάλας, δίνει και μια μάλλον αμφιλεγόμενη πληροφορία, σύμφωνα με την οποία «βεβαιούσιν ότι υπάρχουσιν άμπελοι επέκεινα των 350 ετών και βαμβακίαι 200 ως έγγιστα (σ.σ περίπου) ετών». Αλλά και ο Κατσίπης, αναφέρει ότι «ζούσε πάνω από εκατό χρόνια», κάτι που μάλλον φαίνεται αστήρικτο με βάση τα σημερινά δεδομένα. Χωρίς πάντως να αποκλείεται πλήρως.
Εκείνη την εποχή πάντως, σύμφωνα με τον Δεκιγάλλα, η παραγωγή του νησιού έφτανε τις 4.050 οκάδες (περίπου 5 τόνους) και επωλείτο έναντι μιας δραχμής η οκά, όσο δηλαδή και το ημερομίσθιο ενός στιβαρού εργάτη. Σημειώνει ακόμα πως «αι γυναίκες υφαίνουσιν εξ επιτοπίου βάμβακίου πανία, μάλιστα δίμητα, αρκετά καλής ποιότητος και προς τούτοις πλέκουσι περικνημίδας, σκούφους και βαμβακομαλλίνους φανέλας αρίστης ποιότητος». Οι κάλτσες μάλιστα, αποτελούσαν σημαντικό εξαγώγιμο προϊόν, καθώς το 1839, εξάγονταν 8.000 ζευγάρια.
Περιήγηση στο νησί, έκανε και ο Ιάκωβος Ρίζος Ραγκαβής, που όμως φαίνεται να εμπιστεύεται απόλυτα τον Δεκιγάλλα, καθώς αντιγράφει πιστά όλες τις αναφορές του σπουδαίου ιατροφιλόσοφου, που απαρνήθηκε μια μεγάλη καριέρα για να υπηρετήσει το νησί του (ήταν καθολικού δόγματος και οι σπουδές του ήταν λαμπρές, ενώ πολλά φημισμένα πανεπιστήμια τον καλούσαν να διδάξει). «Αι δε γυναίκες υφαίνουσιν εξ επιτοπίου βάμβακος πανία», αντιγράφει πιστά ο Ραγκαβής το 1850.Η πρώτη όμως οικονομοτεχνική αναφορά στο σαντορινιό βαμβάκι, γίνεται το 1849, όταν ο Διευθυντής του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας, Γ.Δ. Κανακάρης σε αναδρομική έκθεση του (κατατέθηκε το 1874), αναφέρει ότι η παραγωγή βάμβακος ήταν 1.500 οκάδες με τιμή 1 δραχμή η οκά (τόσο έκανε και το σουσάμι). Η παραγωγή του βαμβακιού, άρχισε όμως να δημιουργεί και τις προϋποθέσεις για μια ακόμα βιοτεχνία που έφτασε κάποτε σε σπάνια ακμή. Ήταν η καλτσοβιομηχανία ή «περικνημιδιομηχανία», που πρωτο-οργανώθηκε από τον Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη που μέσω της «Θηραϊκής Καλτσοβιομηχανίας» εξήγαγε περίπου 15.000 από τα 25.000 ζευγάρια που κατασκευάζονταν στο νησί. Ήταν μάλιστα από τους πρώτους, που συνεργάστηκε με «αυτοαπασχολούμενους βιοτέχνες», καθώς σύμφωνα με τον Κατσίπη, προμήθευε με χειροκίνητες πλεκτομηχανές πολλά κορίτσια από διάφορα χωριά και αγόραζε την παραγωγή τους.Το επόμενο εργοστάσιο, άνοιξε από τον εφοπλιστή Πέτρο Μ. Νομικό και ίσως δεν είναι τυχαίο πως τις δύο οικογένειες )Νομικού- Μαρκεζίνη) τις χώριζε και αβυσσαλέα πολιτική διαφορά. Πάντως το εργοστάσιο Νομικού έκλεισε γρήγορα, αλλά άνοιξε ένα καινούριο ο Γρηγόριος Δημητρίου Κουτσογιαννόπουλος, ο οποίος ήταν εγκατεστημένος στη Ρωσία, απ’ όπου έφυγε κυνηγημένος από την Επανάσταση των Μπολσεβίκων για τη Σαγκάη, για να επιστρέψει στη γενέτειρα του το 1926. Το 1929, δημιουργήθηκε ένα ακόμα εργοστάσιο από τον Ιάκωβο Δαρζέντα που το 1945 μετεγκατασταθεί στην Αθήνα, με την επωνυμία «Dar». Ακολούθησε (1960) το εργοστάσιο του Ευάγγελου Δαμίγου (στην Οία, όπως και αυτό του Δαρζέντα) που το 1967 συνέχισε στη Χαλκίδα με την επωνυμία «Damson».
«Βαμβακερές» ιστορίες
Αλλά, ενώ ο Φίλιππος Κατσίπης, απονέμει απλόχερα την πατρότητα της καλλιέργειας του βαμβακιού στη Σαντορίνη, στον προικοθήρα (;) Πιζάνι, ο Ομότιμος Καθηγητής Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτριος Γκόφας, έχει άλλη άποψη. «Το Μάιο του 1368 οι βενετικές πηγές μας αποκαλύπτουν την αποστολή φορτίου βαμπακιού παραγωγής Σαντορίνης, το οποίο στάλθηκε στην Κρήτη, όπου όμως κατά τη διάθεσή του αποδείχθηκε όπως φαίνεται χειρότερης ποιότητας, από ο’τι αναμενόταν», γράφει στον τόμο «Σαντορίνη» (Ιωάννη Δανέζη- επιμέλεια Εμμανουήλ Λιγνός. Αθήνα – 2001). Σύμφωνα με τον ίδιο, το θηραϊκό βαμβάκι, πήρε την εκδίκησή του καθώς 20 χρόνια αργότερα οι εξαγωγές του, είχαν αυξηθεί τόσο πολύ «ώστε για τη μεταφορά του προϊόντος να απαιτείται πια η συγκρότηση ειδικής νηοπομπής». Ο Καθηγητής διαπίστωσε επίσης, πως μισό αιώνα πριν την Άλωση της Πόλης (Μάρτιος 1405- Ιανουάριος 1409) ο «όγκος του εξαγόμενου βαμβακιού από το νησί είχε ακόμα περισσότερο αυξηθεί».
Πολυετές ή αιωνόβιο;
Το βαμβάκι της Σαντορίνης, ήταν όμως ιδιόμορφο και σύμφωνα με τον Φ. Κατσίπη, «ήτανε χαμηλό σαν τις αμπελιές και το καλλιεργούσανε στα χωράφια, στις πεζούλες και τους τράφους, που τους ονομάζανε μπαμπακώματα και τα κουκούλια που είχανε το σκαμάγκι (μπαμπάκι) τα λέγανε βαβούλια. Ακόμα σημειώνω, πως ο θηραϊκός βάμβαξ ήτανε «ερυθρωπός ως η μέταξα διό και ιδιάζουσα έχει αξίαν». Αναφέρεται μάλιστα και σε επιστολή (1830) του Δικαστή Σαντορίνης Παναγιώτη Βαφόπουλου, προς τον Υδραίο Ναύαρχο Λάζαρο Κουντουριώτη που συνοδευόταν από 18 ζευγάρια κάλτσες. « Είναι κοκκινόχροαι, διότι είναι αλεύκασται και η κλωστή των σαντορηνιά ωσάν οπού είναι η δυνατωτέρα. Δεν είναι του αυτού μεγέθους και ποιότητος επειδή ενταύθα δυσκόλως ευρίσκει τις από μιαν και την αυτήν οικίαν πολλά ζευγάρια εις έλλειψιν όντες από βαμβάκι», αναφέρει ο λαογράφος σημειώνοντας παράλληλα πως τα 18 ζευγάρια του ρεγάλου, είχαν τιμή 134,20 γρόσια (σ.σ ένα γρόσι αντιστοιχούσε στο 1/100 της τουρκικής χρυσής λίρας).
Ήταν χρωματιστό;
Αλλά για το χρώμα του βαμβακιού, υπάρχουν στοιχεία πως δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο. «Υπάρχουν όμως βαμβάκια με ωραία φυσικά χρώματα», αναφέρει η Δέσποινα Παπακώστα- Σταθοπούλου (Βιομηχανικά φυτά, Θεσσαλονίκη 2002, εκδόσεις Σύγχρονη Παιδεία), και προσθέτει (σελ 153) « Τα βαμβάκια αυτά ανήκουν τόσο στο Gossypium hirsutum, όσο και στο Gossypium Barbandense». Κανένα πάντως από αυτά δεν υπάρχει στα είδη που περιγράφει ο Δεκιγάλας (Gossypium arboretum και Gossypium Berbaceum).
Η «περικνημιδιομηχανία»
Εκείνη την εποχή όμως, δεν είχε προχωρήσει η εκβιομηχάνιση της παραγωγής κι έτσι οι «περικνημιδιομηχανία», ήταν μια –κάπως προσοδοφόρος- χειροτεχνία. « Εις τας νυχτερινάς αποσπερίδας, παρατηρεί τις, κύκλωθεν της τραπέζης 5-10 νεάνιδας μετά ταχύτητος θαυμασίας, άμα και επιμελείας καταγινομένας εις το πλέκειν», γράφει ο Κατσίπης, επικαλούμενος το Θηραίο Λαογράφο του 19ου αιώνα Ιωάννη Κυριακό. «Οι παραγωγικές βεγγέρες της «περικνημιδιομηχανίας», διανθίζονταν από ιστορίες που διηγούνταν οι ηλικιωμένες «διδακτικάς και προς τον βίον ιδίως τον νεανικόν παραδειγματικάς», αλλά και με αστεία και παραμύθια, που συνοδεύονταν από την άμιλλα των κοριτσιών για το πλέξιμο. «Εν τη περιπτώσει ταύτη, μεγίστην αναπτύσουσιν ταχυδακτυλουργίαν αι διάλευκαι και λεπταί των διαγωνιζομένων χείρες».
Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΗΣ ΚΑΛΤΣΟΒΙΟΜΗΧΑΝΟΣ
Ο Φίλιππος Κατσίπης, είναι απολαυστικός, όταν παραθέτει το βιογραφικό του πρώτου που έκανε προσπάθεια συστηματοποίησης της καλτσοπαραγωγής στο νησί. Που λέτε το 1887, υπήρχε στη Μεσαριά ένας μηχανικός ονόματι Γρηγόρης Φιλιππάκης», γράφει, « έκανε τον αγιογράφο, είτανε ρολογάς, (έφτιαξε ένα μεγάλο ρολόι στο καμπαναριό της Αγίας Ειρήνης που χτυπούσε τις ώρες), είχε ασχοληθεί με τα αστρονομικά θέματα και είτανε ο … πρώτος σοσιαλιστής». Αυτός ο Φιλιπάκκης, δημιούργησε το πρώτο κλωστήριο χρησιμοποιώντας την αιολική ενέργεια, ενώ δημιουργούσε ο ίδιος κα ι τα χρώματα βαφής. Ο ονειροπόλος σοσιαλιστής, δεν φαίνεται να τα πήγε καλά στον επιχειρηματικό κλάδο, καθώς αναγκάστηκε να κλείσει το εργοστάσιο του και το 1889 ο Αντώνιος Μαρκεζίνης (πατριάρχης της πασίγνωστης πολιτικής οικογένειας) έφερε δύο καλτσομηχανές στη Μεσαριά. Η οικογενειακή επιχείρηση, συνεχίστηκε στην Αθήνα με την επωνυμία «Βιομηχανία Καλτσών Γεώργιος Αντ. Μαρκεζίνης».
ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΦΥΤΟ
Η εγκατάλειψη του νησιού, μετά το σεισμό του 1956, επέφερε μαρασμό και το κυριότερο την εξαφάνιση του τοπικού βαμβακιού. Η ανάμνησή του επιζούσε σε κάποιους ηλικιωμένους αγρότες, αλλά το φυτό δεν βρισκόταν πουθενά. Το ανακάλυψε το 2010, ο επιχειρηματίας κ. Μάρκος Ζώρζος που έχοντας τις αναμνήσεις από τις διηγήσεις των παλαιοτέρων, ενδιαφέρθηκε για ένα άγνωστο φυτό που βρισκόταν στον περίβολο μιας ημι -εγκαταλελειμμένης οικίας. Αμέσως άρχισε να το καλλιεργεί και μάλιστα το έστειλε σε εργαστήρια, τα οποία αποφάνθηκαν ότι το προϊόν (το κουκούλι), είναι εξαιρετικά μακρόινο (κριτήριο ποιότητας για το βαλμβάκι), και υπορόδινο. Η έρευνα όμως συνεχίζεται και ίσως δεν είναι μακριά η στιγμή που η Σαντορίνη θα προσφέρει ένα αγροτικό προϊόν, με μεγάλη εμπορική αξία.