Οι Ρίμες ή ριμάδες από πλευράς Σαντορίνης, είναι άλλη μία από τις διαφορετικές καταγραφές της τοπικής ιστορίας – λαογραφίας του τόπου μας. Η διαφορετική μορφή τους : « θα πρέπει να αναζητηθεί περισσότερο στη διαφορετική τους λειτουργία. Ο ρόλος της ρίμας είναι κυρίως η μετάδοση αξιοσημείωτων , εντυπωσιακών ειδήσεων στον χώρο και στον χρόνο […] ο ρόλος της ρίμας είναι να μεταδόσει την αίσθηση που προκάλεσε το εξαιρετικό περιστατικό». [1]Η ζωή και το έργο του Αγίου Γεωργίου δεν άργησαν να γίνουν γνωστά στη Σαντορίνη όπως άλλωστε και σε όλον τον χριστιανικό κόσμο.[2]Αν και μέχρι στιγμής έχουν εντοπιστεί τουλάχιστον 5 παραλλαγές της ρίμας του Αγίου Γεωργίου στη Σαντορίνη θα σταθούμε στις εξής τρεις μιας και διαφέρουν :
Ο Μάρκος Αβ. Ρούσσος μας παρουσιάζει την πρώτη[3]:
«Άγιε μου Γιώργη ξακουστέ και αφέντη καβαλλάρη,
αρματωμένος με σπαθί και με αργυρό κοντάρι.
Θεριό είναι στον τόπο μας σ ένα βαθύ πηγάδι,
ανθρώπους το ταϊζανε κάθε πρωϊ και βράδυ.
Μια μέρα δεν του δώσανε άνθρωπο να δειπνήσει,
Σταλιά νερό δεν άφησε τη χώρα να δροσίσει.
Ας βάλουμε τα μπουλετιά, κι ότινος μέλλει ας πέσει,
Να πάει το παιδάκι του του λιονταριου πεσκέσι.
Τα μπουλετιά ηπέσανε σε μια βασιλοπούλα,
Όπου την είχε ο βασιλιάς μόνη κι αμοναχούλα.
Ο βασιλιάς σαν τ’ άκουσε, αυτό το λόγο είπε:
«πάρτε το βασίλειοο και το παιδί μου αφήστε»
Μα ολαος σαν τοκουσε τρέχει στον βασιλέα:
«δεν φήνεις το παιδάκι σου σε παίρνουμε εσένα».
- Επάρετο κι αμέτετο και ντύσετε το νύφη,
κι άμετετε το του λιονταριού γλυκά να το μασήσει.
Κι άμετετε και στο χρυσοχό να κάμει αλυσίδα,
Να πάτε να το δέσετε στου πηγαδιού τα χείλια.
Κι όταν το πηγαίνανε, όλα τα δέντρα σειόταν,
Και τα πουλάκια στις κορφές πικρά εκελαδούσαν.
Καιόταν την εκρεμούσανε όλα ταόρη τρέμαν,
Κι η κόρη Πάντα έλεγε: « Αλοίμονο σε μένα».
Ξένος κι αγνώριστος περνά τηνκόρη εχαιρέτα,
Κι η κόρη τα αποκρίνεται κι η κόρη του μιλάει.
«Τράβηξε ξένε από δω, τραβήξου παραπέρα,
Γιατί θα βγει το θεριοό να φάει εσέ και μένα
- Στρώσε τα γονατίκια σου για να ακουμπήσω επάνω,
- Κι όταν θα βγει το θεριό, σκούντα με σήκω, επάνω..
Σήκω Ξένε να χαρείς και το νερό αφρίζει,
Κι ο άγριος ο λέντας τα δόντια ακονίζει.
Δράκυ της έπεσε ευθύς, επάν στο μάγουλό του,
Σηκώνεται ανατολικά, και κάνει το σταυρό του.,
Και βγάζει το σπαθάκι του και κόβει το λαιμό του.
Πάλι ξαναδευτέρωσε την παίρνει μές στο στόμα,
Μεγάλη τάραξη έγινε σε όλο της το σώμα.
Πες μου Ξένε να χαρείς πως λένε τ’ όνομά σου;
Κι εγώ θα κάνω χάρισμα διπλό στο θέλημά σου.
Γιώργης στρατιώτης λέγομαι, απ την Καπαδοκία,
Κι αν θέλεις να κάμεις χάρισμα, κτίσε μια εκκλησία,
Και πιάσε και ζωγράφισε Χριστό και Παναγία,
Κι από μεριά της Παναγιάς γράψε ένα καβαλάρη,
Αρματωμένο με σπαθί και μ αργυρό κοντάρι.
Ξένε μου όταν κοιμόσουνα περνά μια περιστέρα,
Που κράτα Τίμιο Σταυρό εις τη δεξά τη χέρα,
Στον Άγιο πάλιέγραφε, ζήτω μου ευλαβεία:
«Αγιε Γιώργη που γλύτωσες την κοπελιά την εμοναχορη»|
Αλλή μία ρίμα του Αη Γιώργη μέσα από το αρχείο της λαογράφου - ερευνήτριας Στέλλας Κοντογιάννη
Ρίμα του Αη Γιώργη, (από: Καλλιόπη Νομικού)
«Ένα θεριό στον τόπο μας
σ’ ένα βαθύ πηγάδι
ανθρώπους το ταϊζανε
κάθε πρωί και βράδυ
μια μέρα δε ντου δώσανε
άνθρωπο να δειπνίσει
σταλιά νερό δεν ήφησε
τη χώρα να δροσίσει
να βάλουμε τα μπουλεθιά
να δούμε τίνος πέφτει
να πάμε τ’ άγριου θεριού
ένα παιδί πεστστσέσι
τα μπουλεθιά ηπέσανε
εις τη βασιλιοπούλα
οπού την είχε ο βασιλιάς
μόνια κι αμοναχούλα
ο βασιλιάς ως τόκουσε
πολύ του βαροφάνη
πάρτε το βίο μου όλο
και το παιδί μου αφήστε
εάν δε θες με το καλό
σε παίρνομε κι εσένα
κι αμέσως την επήγανε
πλησίον εις το πηγάδι
…………………
κι ο Αης Γιώργης ήρχουντα
στον κάμπο ο καβαλάρης
- Φύε μου ξένε απ’ εδώ
ξένε μου απ’ τα ξένα
για θάρθει τ’ άγριο θεριό
να φάει εμέ κι εσένα.
Πλώσε το ποδαράκι σου
απάνω ν’ ακουμπήσω
κι αν έρθει τ’ άγριο θεριό
σκούντα με να ξυπνήσω.
Τρέμαν τα όρη τρέμανε
και το θεριό ηρχούντας
κι η κόρη πάντα έλεγε
- Αλλοίμονο σε μένα.
Τα δάκρυά της πέφτανε
απά στον Άη Γιώργη.
κι ο Άης Γιώργης ξύπνησε
με όλη του την τόλμη.
Γυρίζει ανατολικά
και κάνει το σταυρό ντου.
Μια κονταρκιά του έδωσε
του ‘κοψε το λαιμό ντου.
Πάλι ξαναδευτέρωσε
τη ντρώει μες το στόμα.
Μεγάλη αναταραχή έγινε
στις πέτρες και στο χώμα.
Πες μου ξένε το μέρος σου
πες μου και τ’ όνομά σου.
Να πω εις το πατέρα μου
να κάμει θέλημά σου.
Ο Άης Γιώργης λέγομαι
απ’ τη Μακεδονία
κι αν έχεις ευχαρίστηση
χτίσε μιαν εκκλησία."
«Ένα θεριό στον τόπο μας
σ’ ένα βαθύ πηγάδι
ανθρώπους το ταϊζανε
κάθε πρωί και βράδυ
μια μέρα δε ντου δώσανε
άνθρωπο να δειπνίσει
σταλιά νερό δεν ήφησε
τη χώρα να δροσίσει
να βάλουμε τα μπουλεθιά
να δούμε τίνος πέφτει
να πάμε τ’ άγριου θεριού
ένα παιδί πεστστσέσι
τα μπουλεθιά ηπέσανε
εις τη βασιλιοπούλα
οπού την είχε ο βασιλιάς
μόνια κι αμοναχούλα
ο βασιλιάς ως τόκουσε
πολύ του βαροφάνη
πάρτε το βίο μου όλο
και το παιδί μου αφήστε
εάν δε θες με το καλό
σε παίρνομε κι εσένα
κι αμέσως την επήγανε
πλησίον εις το πηγάδι
…………………
κι ο Αης Γιώργης ήρχουντα
στον κάμπο ο καβαλάρης
- Φύε μου ξένε απ’ εδώ
ξένε μου απ’ τα ξένα
για θάρθει τ’ άγριο θεριό
να φάει εμέ κι εσένα.
Πλώσε το ποδαράκι σου
απάνω ν’ ακουμπήσω
κι αν έρθει τ’ άγριο θεριό
σκούντα με να ξυπνήσω.
Τρέμαν τα όρη τρέμανε
και το θεριό ηρχούντας
κι η κόρη πάντα έλεγε
- Αλλοίμονο σε μένα.
Τα δάκρυά της πέφτανε
απά στον Άη Γιώργη.
κι ο Άης Γιώργης ξύπνησε
με όλη του την τόλμη.
Γυρίζει ανατολικά
και κάνει το σταυρό ντου.
Μια κονταρκιά του έδωσε
του ‘κοψε το λαιμό ντου.
Πάλι ξαναδευτέρωσε
τη ντρώει μες το στόμα.
Μεγάλη αναταραχή έγινε
στις πέτρες και στο χώμα.
Πες μου ξένε το μέρος σου
πες μου και τ’ όνομά σου.
Να πω εις το πατέρα μου
να κάμει θέλημά σου.
Ο Άης Γιώργης λέγομαι
απ’ τη Μακεδονία
κι αν έχεις ευχαρίστηση
χτίσε μιαν εκκλησία."
Στο ίδιο μοτίβο ο Μανώλης Λιγνός [4]καταγράφει άλλη μία παραλλαγή της ρίμας του Αγίου Γεωργίου
Ένα θεριό στον τόπο μας, σ ένα βαθύ πηγάδι,
Άνθρωπο του παένανε, κάθε πρωί και βράδυ.
Μια μέρα δεν του πήαμε, άνθρωπο να μασήσει,
Νερό δεν ήφυκε σταλιά τη χώρα να δροσίσει.
- Να βάλουμε τη μπουλεθιά σε ποιο πέσει, να πάει στα άγριο θεριό ένα παιδί πεσκέσι.
Τα μπουλεθιά έπεσανε, εις τη βασιλοπούλα,
όπου τηνε χε ο βασιλιάς μόνη κι αμοναχούλα.
Ο βασιλιάς σαν τ’ άκουσε άλλο λόγο δεν είπε: - Το βιος μου όλο πάρτε το και το παιδί μ αφήστε…..
....Ο κόσμος εσυνάχτηκε απά στου Βασιλέα.....
- Ή το παιδί σου δώσε μας, ή παίρνουμε κι εσένα.
- Πάρτε το κοριτσάκι μου και ντύσετέ το νύφη, σαν έβγει τα άγριο θεριο, γλυκά να το μασήσει …..
Στο δρόμο που την πηαιναν , μπαντάει ένας ξένος.
- Για φυα ξένε από εδώ, ξένε από τα ξένα, μην έβγει το άγριο θεριο και φάει εσέ και μένα
.- Σύρε το ποδαράκι σου απάνω να ακουμπήσω, σαν έβγει τα άγριο θεριό, μίλησε να ξυπνήσω. …»
Και το θεριό όταν έβγαινε τρέμα τα όρη τρέμα, και το κορίτσ’ ηφώναζε : « ΑΛοίμονο σε μένα….»
Τα δάκρυά της πέσανε απά σστον Άγιο Γεώργη Ηξύπνησε και τρόμαξε με όλη ντου την τόλμη,
Γυρίζει ανατολικά και κάνει το Σταυρό ντου και
Με τη μία που του δωκε του πήρε το λαιμό ντου,
Του την ξαναδευτέρωσε την πηρέ εις το σώμα,
Μεγάλ’ εγίνη η ταραχή στις πέτρες και στο χώμα. …
Και ο βασιλιάς που τα βλεπε, ψηλά από το παλάτι, ευτυς αμέσως έτρεξε τον ξένο πλησιάζει:
Τον Άη Γιώργη χτίζουνε ,
Βάνω κι εγώ το χώμα,
για να περνώ να προσκυνώ,
Το ζαχαρένιο στόμα
η ανάρτηση αυτή αφιερώνεται στον Νίκο Αντωνίου Κονταράτο που έφυγε χθες 20-4-2017
[1]Ν. Πολίτη: οι «Ρίμες» , έμμετρες αφηγήσεις περιστατικών, στο Η λαική λογοτεχνία στη Νοτιανατολική Ευρώπη (19ος- 20ος αι), τετράδιο εργασίας 15, σελ 79-90 http://helios-eie.ekt.gr/EIE/handle/10442/7649 (ενημέρωση Ιούλιος 2015).
[2]Μηνδρινός Ματθαίος, Θηραϊκές Ρίμες, Κυκλαδικά Θέματα 1986 Ιανουάριος Φεβρουάριος
[3]Ρούσσος Μ, Σαντορίνη – Ήθη εθιμα και παραδοσεις, Αθήνα, 1979 σελ 129.
[4]Λιγνός Εμμ, Λαογραφικά της Σαντορίνης, Μ.Ι.Δανέζης (επιμ.) Σαντορίνη 1971