Quantcast
Channel: Καλλ- ιστορωντας
Viewing all articles
Browse latest Browse all 302

Ο Φώτης Κόντογλου και η έκρηξη του Κολούμπου (1650) της Σαντορίνης

$
0
0

 Ο Φώτης Κόντογλου 

Ο Φώτης Κόντογλου, ένας από τους βασικότερους εκφραστές της λογοτεχνίας του 20ου αιώ., αναφέρεται στο περιοδικό Κυκλαδικά (τεύχος 3- 1956),  στην έκρηξη του 1650 του Κολούμπου   αναπαράγοντας  χειρόγραφο γραμμένο από έναν Σαντορινιό που ιστορίζει « ...εκείνον τον μεγάλον σεισμό, που ήτανε πολύ πιο φοβερός  από τον προχθεσινόν  όπως θα κρίνη όποιος διαβάσει τούτο χειρογραφο.  Το λοιπόν ευλογημένοι ακροαταί, εις του 1650, Σεπτεμβρίου 14, ημέρα Σάββατον, όπου εορτάζομεν την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, την αυτήν ημέραν λοιπόν εις τις πέντε ώρες, άρχισε να κάμη σεισμούς. Και κάνοντας  ολημερίς, εθαυμάζαμεν και πάλιν, ξημερώνοντας η Κυριακή, δεν έπαυσαν, επλήθυνον και εδυνάμωναν και εξέστημεν βλέποντες τούτο το φοβερό θεάμα. [...]  εις δε τας 26 του αυτού μηνός όπου είχαμεν την μνήμην του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, ήλθεν μία βρώμα δυνατή από τη μεριά της θάλασσης.
 Επήγαμεν εις την μέραν εκείνην όπου ήρχετο η βρώμα και είδαμεν και εφαινόντον  μια αλωνάδα (αλώνι) και ήσπριζεν ωσάν χιόνι όπου επαραξενίστημεν. [....] Εξημερώνοντας η Κυριακή, όπου είχαμεν 29 του αυτού μηνός, είδαμεν και εσηκωσεν ωσάν καπνον, μα πράγμα μέγα και εξαίσιον τολμών ειπειν, πως καθολικά (αληθινά) ηθέλησε να πάγη παραπάνω από τον ουρανό. Και επάνω εις την κορυφή του αυτού καπνού εφρόνησαν φωτιές  και έβγαιναν ωσάν λάντζες ή να είπα αστραπές και έσωναν ει τη γη. Και φοβώντας εκεόνο το μυστήριο μη μας κατακαύση, επήγαμεν μέσα εις τις εκκλησίες και ελειτουργούσαν και πολλοί  από τους λαικούς εκοινώνησαν από τον φόβων των.  Αλλά αυτό οπού εσήκωσεν, χρισταινοί μου δεν έπαυσε πλέον αλλά τόσον και επλήθυνε και εσήκωνε πέτρες και χώματα ψηλά και άλλα ανέβαιναν και άλλα εκατέβαιναν και εγροικούνταν  κτύποι περισσοί αλάργα εις της Πόλης (πρωτεύουσας) τα Καστέλια και εθαρρούσαν πως είναι αρμάτες και πολεμούσιν. [......] και επήραμεν αι ημείς τας αγίας εικόνας και εκλούθησεν όλος ο λαός, νέοι και γέροι μιρκά παιδιά. Και έχαναν τα παιδιά οι μάνες και οι μανάδες τα παιδιά εκεί που περπατούσαν και εφώναζαν όλοι μεγαλοφώνως το Κύριε Ελέησον και όλοι εζητούσαμε μετα δακρύων ο εις υπερ άλλου συγχωρέσιν. [....] ερχόμενοι εις τον Πύργο μας ανήγγειλαν πως η θάλασσα ανέβη υψηλά έως 2 μίλια και εξερρίζωσεν από την Έξω Μεράν πέτρες μεγάλες από τη θάλασσα και τις έρριξεν έξω εις τη γη και δεν άφηκε βάρκα εις καμίαν ρίβα ( ακροθαλασσιά) του νησιού, ειμή τα μόνον από την Μέσαν Μπάνταν, ηγούν από τον Πάλον ( του Ακρωτηρίου) έως τον Σκάρον. Επήρεν η θάλασσα χιλιάδων μουζουριών χωράφια, επήρε συκιές αφάνισε εκκλησιές και εξέχωσεν εις το Καμάρι και εις την Περίσσα κτίσματα ελληνικά, όπου δεν τα ήξευρε τινάς από ημάς. Και ευρέθησαν μνήματα με κόκκαλα ανθρώπινα και εμείς είχαμεν επάνω συκιές φυτευμένες  και εσπέρναμεν   και κριθάρι και εζούσαμεν και τώρα είναι έρημα πανταπάσις και δεν θωρείς άλλο εκεί. [....] 

Παναγιά του Καλού
Φώτο Αρτεμία Αργυρού 
Και τελειώνει ο Κόντογλου: « .... Επειδή η ιστορία στο χειρόγραφο είναι μεγάλη και δεν θα χωρέση στο χαρτί που έχω για γράψιμο τη συντομεύω.  Οι μύλοι δεν αλέθανε, επειδή δεν φυσούσε καθόλου αγέρας και πεινάσανε εκείνη τη χρονιά. Στις 26 Οκτωβρίου αρχίσανε πάλι οι σεισμοί. Στις 4 Νοεμβρίου ω τι ημέρα ξημέρωσε για τους δυστυχισμένους Σαντορινιούς εβγήκε από τη θάλασσα ένα σύννεφο φοβερό σαν εκείνο το άλλο και έπεσε και σκέπασε τη γη. Και κάποιοι ξωχάρηδες  ζευγάρίζανε με τα βόδια τους. Και πεθάνανε ως είκοσι από αυτούς μαζί με τα βόδια τους. Αλλά σιγά σιγά οι σεισμοί λιγοστεύανε και ησύχαζε η οργή.  Μα μπαίνοντας ο Δεκέμβρης πάλιν αρχινίσανε. Σε όλο το διάστημα η θάλασσα εφαινότανε τριγύρω στο νησί πότε κόκκινη, πότε πράσινη και μελανή  και μάλιστα μέρος όπου γινότανε το κακό η θάλασσα φαινότανε εκατό λογιών. 
Οι κακόμοιροι οι Σαντορινιοί μακαρίζανε τους πεθαμένους. Όλοι τους τυφλώθηκαν για κάποιες ημέρες ακόμα και τα ζώα. Από του αγίου Νικολάου ημέρεψε η θάλασσα και πάψανε οι σεισμοί αλλά στις 20 Δεκεμβρίου ξανάρχισε πάλι η οργη  πλην ξεθυμασμένη. Οι σεισμοί λιγοστέψανε ως που η γη και η θάλασσα ησυχάσανε τέλος πάντων. Τότες φυσήξανε καλοί καιροί τραμουντάνα και γρεγαλάκι και αλέσανε σιτάρι στους μύλους και φάγανε και δοξάσανε τον Θεο. 



Viewing all articles
Browse latest Browse all 302

Trending Articles