Tην παραμονή του Αη Γιαννιού όταν νυχτώσει ανάβουν με κληματόβεργες φωτιές, τις λεγόμενες α-φωταρίδες τις οποίες υπερπηδουν παιδιά, άνδρες και γυναίκες που ταυτόχρονα λένε τις εξής στιχομυθίες:
Στα νότια χωριά: - σύμφωνα με τον Γ. Βενετσάνο και τα «Λαογραφικά Σαντορίνης» του τραγουδάνε:
Έλα Αη μου Γιάννη, να ακνιάσει τ’ αηδάνι
Κι όπου του πονεί να γιάνει, και του Χρόνου Αη μου Γιάννη.
Στην Απανω Μεριά λέγανε:
Έλα Αη μου Γιάννη, να ακνιάσει το αηδάνι,
Τσ’ η Μαντηλαριά το βράδι, τσαι η Ασπρούδα το πρωί
Ο δε ακλήδονας είναι ένα είδος νεοελληνικής μαντείας που αφορά τις κοπέλλες στα χωριά επειδή δεν ασχολούνταν με σπουδές όπως οι συνομήλικες τους της πόλης , το θέμα του γάμου τους ήταν ένα από τα πρωτεύοντα. [..] Ο ακλήδονας γίνονταν με διάφορους τρόπους:
1)Ο ακλήδονας με χαρτάκια:
Ελάτε κοριτσάκια μου καθίσετε τριγύρω
Και να μη βγάλετε μιλιά γιατί θε να σας δείρω.
Έτσι αρχίζουν και κάθονται τριγύρω από ένα κανάτι, τα κορίτσια που θέλουν να παίξουν τον ακλήδονα και που ενδιαφέρονται να μάθουν διάφορες πληροφορίες γύρω από το γάμο. Σε χαρτάκια γράφουν διάφορα τραγουδάκια δίστιχα ερωτικά αλλά και περιπαιχτικά, τα οποία βάζουν μέσα στο κανάτι και ανακατώνοντας τραγουδάνε:
Βάζω τον ακλήδονα με τ Αη Γιαννιού τη χάρη,
Να μ αποδείξ’ η χάρη τντου ποιός είν’ ο ριζικάρης.
Ανοίγω τον ακλήδονα που χει πολλά κρυμμένα
πράγματα διάφορα, Κρυφά και μπερδεμένα.
2)Ο ακληδονας με το «αμίλητο νερο»:
Αυτό είναι νερό το οποίο παίρνει η ενδιαφερόμενη κοπέλλα κλεφτά μετά το βασίλεμα του ήλιου, από τρία σπίτια που πρέπει όμως να έχουν το όνομα Μαρία Στο διάστημα αυτό μέχρις ότου πάρει τα νερά δεν επιτρέπεται καθόλου να μιλήσει. Τα νερά αυτά τα βάζει σε ένα κανάτι που σκεπάζει με ένα πανί και το κρεμνά έξω από το σπίτι στην επίδραση των άστρων, απέναντι στον Προφήτη Ηλία. Το πρωί πριν βγει ο ήλιος, πιάνει το νερό και βάζει στο στόμα της μία γουλιά. Έτσι περιμένει έξω στην αυλή να ακούσει κάποιο όνομα , οπότε και το όνομα αυτό θα αντιστοιχεί στον μέλλοντα σύζυγό της. Όση ώρα
περιμένει μουρμουρίζει :
Απάνω κάτω μοίρα μου να δω το ριζικό μου
κι όποιος περάσει και διαβεί είναι ο αγαπητικός μου.
3)Ο ακλήδονας με αγγάθοι:
Παίρνουν τρία άνθη από το γαιδουράκανθα που έχουν χρώμα μωβ και τα περνούν πάνω από τη φλόγα της αφωταρίδας που ανάβουν το βράδυ στις 23 Ιουνίου . Όταν καούν λίγο τα άνθη τα δένουν με σπάγγο και να κρεμνούν μέσα στη στέρνα πάνω από το νερό.. πριν από τη διαδικασία αυτή ονοματίζουν το κάθε άνθος με το όνομα των υποτιθέμενων γαμπρών και τα σημαδεύουν με τρία διαφορετικά χρώματα κλωστή. Την άλλη μέρα το πρωί πριν βγει ο ήλιος βγάζουν τα άνθη από τη στέρνα και παρατηρούν ποιό άνθος από τα τρία επανέκτησε ξανά το χρώμα του. Συγχρόνως τραγουδούν:
Βάζω κι εγώ ακλήδονα για να σ ακληδονίσω,
Αν ίσως και μου μέλλεσαι ή να σε παρατήσω.
4)Ο ακλήδονας στη στέρνα:
Ανήμερα τ Αη Γιαννιού, ακριβώς μεσημέρι, η κοπέλλα που θέλει να μάθει αν θα παντρευτεί σύντομα, πηγαίνει πάνω από το στόμιο της στέρνας, σκύβει το κεφάλι της και το σκεπάζει μ ένα μεγάλο πανί και προσέχει αν δει καμία σκιά. Εν τω μεταξύ λέει:
Αη μου γιάννη, βοηθησε μου να δω αυτόνε που θα πάρω.....»
Φυσικά το φως της μέρας και του ήλιου σχηματίζει στην ανταύγεια του νερού κάτι ανάλογα με τη φαντασία της κοπέλλας
5)Ο ακλήδονας με τ αυγό:
Αποβραδίς τ Αη Γιαννιού παίρνει η ενδιαφερόμενη κοπέλλα το ασπράδι ενός αυγού και το βάζει σε μια μποτίλια που έχει νερό. Κατόπιν την κρεμνά απέναντι στον Προφήτη Ηλία και τραγουδά:
Βάζω τον ακλήδονα με τ ‘ Αη Γιαννιού τη χάρη,
Να μ αποδείξ η χάρη ντου ποιός είναι ο ριζικάρης.
Το πρωί πριν βγει ο ήλιος πιάνει τη μποτίλια και προσέχει να δει την παράσταση που παρουσιάζει. Συγχρόνως λέει το τραγουδάκι:
Ανοίγω τον ακλήδονα που χω κι εγώ ένα μήλο,
Που το κρυφομελέτησα για έναν άσπρο κρίνο κ.α.
6)Ο ακλήδονας με τη στάχτη
Από τη στάχτη της αφωταρίδας που άναψε το βράδυ της παραμονής του Αγίου Ιωάννου παίρνει ένα μέρος και την κοσκινίζει απέναντι από το βουνό του Προφήτη Ηλία. Συγχρόνως λέει:
Τ Αη Γιαννιού του γυαλιστή που βάνουν τς ακληδόνοι,
Βάζω κι εγώ ακλήδονα τον άμμο χελιδόνι.
Το πρωί σηκώνεται η κοπέλλα αυγή και με αγωνία παρατηρεί την επιφάνεια της στάχτης σιγοτραγουδώντας:
Ήβαλα τον ακλήδονα στ’ Αη Γιαννιού τη χάρη,
Και μου βγηκε πως μ αγαπά ωραίο παλληκάρι.
Χαρακτηριστικές είναι και οι μικροσυνήθειες που άλλαζαν από χωριό σε χωριό. Γράφει η Γουλιελμία Συρίγου στο βιβλίο της « Η Σαντορίνη μου»:
Στο Νιμπορειό οι θυγατέρες κόβανε την παραμονή δύο-τρία αγκάθια με το μπλέ ανθό τα ονομάτιζαν με πρόσωπα που είχαν κάποια θέση στην καρδιά τους, δένοντας χρωματιστές κορδέλες για να τα ξεχωρίσουν κα τα βάζανε κοντα στην πυρά. ΄Υστερα τα παίρνανε και τα βάζανε κοντά στην πυρά. ΄Υστερα τα παίρνανε και τα βάζανε σε βορεινό κοντούτο και από την άλλη μέρα το πρωί όποιο ήαν δροσερό, αυτόν που είχε ονοματίσει ήταν και το ριζικό της.
Στο Μεγάλο Χωριό πάλι την παραμονή έπαιρνε η κοπέλα νερό από τρείς Μαρίες χωρίς να μιλά, τό ΄ ριχνε σ΄ ένα μπουκαλάκι , έβαζε και το ασπραδι ενός αυγού μ΄ ένα γαρύφαλλο η ένα τριαντάφυλλο και το άφηνε όλη νύχτα έξω να βλέπει την ανατολή. Ανήμερα της γιορτής προσπαθούσε να μαντέψει μέσα από τις κόρδες που έκανε το ασπράδι ποιόν θα πάρει. Ναυτικό όταν διέκρινε καράβι γαιδουρολάτη αν εκείνο που θωρούσε έμοιαζε με κρανιά, παπά αν έβλεπε σχηματισμένη καμπάνα η σταυρό και προφεσσόρο σαν διέκρινε αντρική κορμοστασιά με καπέλο.
υ.γ. Για την λέξη Κλήδονας διατηρήθηκε όπως ακριβώς υπάρχει στη βασική πηγή για την ανάρτηση αυτή δλδ στο βιβλίο του Γ. Βενετσάνου, Λαογραφικά της Σαντορίνης, Εκδ.Βασιλόπουλος, τόμος 2ος,
Στα νότια χωριά: - σύμφωνα με τον Γ. Βενετσάνο και τα «Λαογραφικά Σαντορίνης» του τραγουδάνε:
Έλα Αη μου Γιάννη, να ακνιάσει τ’ αηδάνι
Κι όπου του πονεί να γιάνει, και του Χρόνου Αη μου Γιάννη.
Στην Απανω Μεριά λέγανε:
Έλα Αη μου Γιάννη, να ακνιάσει το αηδάνι,
Τσ’ η Μαντηλαριά το βράδι, τσαι η Ασπρούδα το πρωί
Ο δε ακλήδονας είναι ένα είδος νεοελληνικής μαντείας που αφορά τις κοπέλλες στα χωριά επειδή δεν ασχολούνταν με σπουδές όπως οι συνομήλικες τους της πόλης , το θέμα του γάμου τους ήταν ένα από τα πρωτεύοντα. [..] Ο ακλήδονας γίνονταν με διάφορους τρόπους:
1)Ο ακλήδονας με χαρτάκια:
Ελάτε κοριτσάκια μου καθίσετε τριγύρω
Και να μη βγάλετε μιλιά γιατί θε να σας δείρω.
Έτσι αρχίζουν και κάθονται τριγύρω από ένα κανάτι, τα κορίτσια που θέλουν να παίξουν τον ακλήδονα και που ενδιαφέρονται να μάθουν διάφορες πληροφορίες γύρω από το γάμο. Σε χαρτάκια γράφουν διάφορα τραγουδάκια δίστιχα ερωτικά αλλά και περιπαιχτικά, τα οποία βάζουν μέσα στο κανάτι και ανακατώνοντας τραγουδάνε:
Βάζω τον ακλήδονα με τ Αη Γιαννιού τη χάρη,
Να μ αποδείξ’ η χάρη τντου ποιός είν’ ο ριζικάρης.
Ανοίγω τον ακλήδονα που χει πολλά κρυμμένα
πράγματα διάφορα, Κρυφά και μπερδεμένα.
2)Ο ακληδονας με το «αμίλητο νερο»:
Αυτό είναι νερό το οποίο παίρνει η ενδιαφερόμενη κοπέλλα κλεφτά μετά το βασίλεμα του ήλιου, από τρία σπίτια που πρέπει όμως να έχουν το όνομα Μαρία Στο διάστημα αυτό μέχρις ότου πάρει τα νερά δεν επιτρέπεται καθόλου να μιλήσει. Τα νερά αυτά τα βάζει σε ένα κανάτι που σκεπάζει με ένα πανί και το κρεμνά έξω από το σπίτι στην επίδραση των άστρων, απέναντι στον Προφήτη Ηλία. Το πρωί πριν βγει ο ήλιος, πιάνει το νερό και βάζει στο στόμα της μία γουλιά. Έτσι περιμένει έξω στην αυλή να ακούσει κάποιο όνομα , οπότε και το όνομα αυτό θα αντιστοιχεί στον μέλλοντα σύζυγό της. Όση ώρα
περιμένει μουρμουρίζει :
Απάνω κάτω μοίρα μου να δω το ριζικό μου
κι όποιος περάσει και διαβεί είναι ο αγαπητικός μου.
3)Ο ακλήδονας με αγγάθοι:
Παίρνουν τρία άνθη από το γαιδουράκανθα που έχουν χρώμα μωβ και τα περνούν πάνω από τη φλόγα της αφωταρίδας που ανάβουν το βράδυ στις 23 Ιουνίου . Όταν καούν λίγο τα άνθη τα δένουν με σπάγγο και να κρεμνούν μέσα στη στέρνα πάνω από το νερό.. πριν από τη διαδικασία αυτή ονοματίζουν το κάθε άνθος με το όνομα των υποτιθέμενων γαμπρών και τα σημαδεύουν με τρία διαφορετικά χρώματα κλωστή. Την άλλη μέρα το πρωί πριν βγει ο ήλιος βγάζουν τα άνθη από τη στέρνα και παρατηρούν ποιό άνθος από τα τρία επανέκτησε ξανά το χρώμα του. Συγχρόνως τραγουδούν:
Βάζω κι εγώ ακλήδονα για να σ ακληδονίσω,
Αν ίσως και μου μέλλεσαι ή να σε παρατήσω.
4)Ο ακλήδονας στη στέρνα:
Ανήμερα τ Αη Γιαννιού, ακριβώς μεσημέρι, η κοπέλλα που θέλει να μάθει αν θα παντρευτεί σύντομα, πηγαίνει πάνω από το στόμιο της στέρνας, σκύβει το κεφάλι της και το σκεπάζει μ ένα μεγάλο πανί και προσέχει αν δει καμία σκιά. Εν τω μεταξύ λέει:
Αη μου γιάννη, βοηθησε μου να δω αυτόνε που θα πάρω.....»
Φυσικά το φως της μέρας και του ήλιου σχηματίζει στην ανταύγεια του νερού κάτι ανάλογα με τη φαντασία της κοπέλλας
5)Ο ακλήδονας με τ αυγό:
Αποβραδίς τ Αη Γιαννιού παίρνει η ενδιαφερόμενη κοπέλλα το ασπράδι ενός αυγού και το βάζει σε μια μποτίλια που έχει νερό. Κατόπιν την κρεμνά απέναντι στον Προφήτη Ηλία και τραγουδά:
Βάζω τον ακλήδονα με τ ‘ Αη Γιαννιού τη χάρη,
Να μ αποδείξ η χάρη ντου ποιός είναι ο ριζικάρης.
Το πρωί πριν βγει ο ήλιος πιάνει τη μποτίλια και προσέχει να δει την παράσταση που παρουσιάζει. Συγχρόνως λέει το τραγουδάκι:
Ανοίγω τον ακλήδονα που χω κι εγώ ένα μήλο,
Που το κρυφομελέτησα για έναν άσπρο κρίνο κ.α.
6)Ο ακλήδονας με τη στάχτη
Από τη στάχτη της αφωταρίδας που άναψε το βράδυ της παραμονής του Αγίου Ιωάννου παίρνει ένα μέρος και την κοσκινίζει απέναντι από το βουνό του Προφήτη Ηλία. Συγχρόνως λέει:
Τ Αη Γιαννιού του γυαλιστή που βάνουν τς ακληδόνοι,
Βάζω κι εγώ ακλήδονα τον άμμο χελιδόνι.
Το πρωί σηκώνεται η κοπέλλα αυγή και με αγωνία παρατηρεί την επιφάνεια της στάχτης σιγοτραγουδώντας:
Ήβαλα τον ακλήδονα στ’ Αη Γιαννιού τη χάρη,
Και μου βγηκε πως μ αγαπά ωραίο παλληκάρι.
Χαρακτηριστικές είναι και οι μικροσυνήθειες που άλλαζαν από χωριό σε χωριό. Γράφει η Γουλιελμία Συρίγου στο βιβλίο της « Η Σαντορίνη μου»:
Στο Νιμπορειό οι θυγατέρες κόβανε την παραμονή δύο-τρία αγκάθια με το μπλέ ανθό τα ονομάτιζαν με πρόσωπα που είχαν κάποια θέση στην καρδιά τους, δένοντας χρωματιστές κορδέλες για να τα ξεχωρίσουν κα τα βάζανε κοντα στην πυρά. ΄Υστερα τα παίρνανε και τα βάζανε κοντά στην πυρά. ΄Υστερα τα παίρνανε και τα βάζανε σε βορεινό κοντούτο και από την άλλη μέρα το πρωί όποιο ήαν δροσερό, αυτόν που είχε ονοματίσει ήταν και το ριζικό της.
Στο Μεγάλο Χωριό πάλι την παραμονή έπαιρνε η κοπέλα νερό από τρείς Μαρίες χωρίς να μιλά, τό ΄ ριχνε σ΄ ένα μπουκαλάκι , έβαζε και το ασπραδι ενός αυγού μ΄ ένα γαρύφαλλο η ένα τριαντάφυλλο και το άφηνε όλη νύχτα έξω να βλέπει την ανατολή. Ανήμερα της γιορτής προσπαθούσε να μαντέψει μέσα από τις κόρδες που έκανε το ασπράδι ποιόν θα πάρει. Ναυτικό όταν διέκρινε καράβι γαιδουρολάτη αν εκείνο που θωρούσε έμοιαζε με κρανιά, παπά αν έβλεπε σχηματισμένη καμπάνα η σταυρό και προφεσσόρο σαν διέκρινε αντρική κορμοστασιά με καπέλο.
υ.γ. Για την λέξη Κλήδονας διατηρήθηκε όπως ακριβώς υπάρχει στη βασική πηγή για την ανάρτηση αυτή δλδ στο βιβλίο του Γ. Βενετσάνου, Λαογραφικά της Σαντορίνης, Εκδ.Βασιλόπουλος, τόμος 2ος,