Μικρό παιδάκι πέρασα ένα Σεπτέμβριο στη Σαντορίνη. Είχαμε πάει να δούμε την προγιαγιά, τη μία και μόνη φορά που την είδα. Βγήκε στην πόρτα του μεγάλου σπιτιού της στην Οία, δίπλα από την Παναγιά την Πλατσανή, ντυμένη στα μαύρα, και μας κοίταζε ενώ η μάνα μου προσπαθούσε να της εξηγήσει ποιος ήμουνα. Μερικές τρίχες στο πηγούνι της, από αυτές που χαρακτηρίζουνε τους γέρους, και μερικά σπόρια από ντομάτα στην ποδιά της είναι αυτά που μου τη θυμίζουν κάθε φορά που προσπαθώ να φέρω την εικόνα της μπροστά μου.
Είχε ένα απέραντο φως εκείνος ο Σεπτέμβριος, αλλά και ένα σκοτάδι που με γέμιζε τρόμο. Το αεροδρόμιο ακόμα δεν είχε γίνει, ενώ η μεριά της Καλντέρας ήταν γεμάτη από χαλάσματα από το μεγάλο σεισμό του 1956 που ισοπέδωσε το χωριό.
Κάθε πρωί παίρναμε το κεντρικό μονοπάτι για να κατεβούμε κάτω στην Αρμένη, το λιμάνι που κάναμε «τα μπάνια». Το Αμμούδι ακόμα δεν υπήρχε στο χάρτη, δεν υπήρχε δρόμος αμαξωτός και εγώ πιασμένος από το χέρι της μάνας μου παρατηρούσα τα μεγάλα πέτρινα σκαλοπάτια, τα γεμάτα με τις καβαλίνες των γαϊδάρων που ανεβοκατέβαιναν όλη την ημέρα, και τρόμαζα από τη μεγάλη διαφορά της κλίμακας σε σχέση με το δικό μου μικρό μέγεθος.
Παντού έβλεπες φραγκοσυκιές να κρέμονται. Τα «φαραόσυκα», γεμάτα χυμό, ήταν ο λόγος που μιαν άλλη φορά, όταν ακόμα ήμουνα ακόμα πιο μικράκι, πέρασα ένα ολόκληρο βράδυ με τη γιαγιά μου στο σπίτι της Αθήνας να καθαρίζουμε από τ’ αγκάθια μια ολόκληρη σακούλα από δαύτα που μας έστειλε πεσκέσι η θεια μου η Μαριγούλα, η αδερφή του πατέρα μου. Η γιαγιά μου ακούραστη και παλιάς σχολής, καταγινόταν με δουλειές του σπιτιού όλη την ημέρα, κι όταν δεν είχε τι να κάνει, έπαιρνε τις σακούλες του αυγουλά, αυτές τις χάρτινες που βάζαμε μέσα τα αυγά, και τις δίπλωνε σχολαστικά, τις έβαζε κάτω από το μαξιλάρι της καρέκλας που καθόταν στην κουζίνα, μια καρέκλα παλιά σαντορινιά ξύλινη τοποθετημένη σε δεσπόζουσα θέση στο κέντρο της κουζίνας έτσι ώστε να δείχνει ποια ήταν η κυρία του σπιτιού, και τα έκανε «κωλοσίδερο». Δηλαδή καθόταν πάνω στο μαξιλάρι και αφού σηκωνόταν, συνήθως μετά από πολλές ώρες, οι σακούλες του αυγουλά ήταν ίσιες σαν καινούργιες. Τις έπαιρνε μετά και τις χρησιμοποιούσε για άλλα πράγματα, ή… δεν τις χρησιμοποιούσε ποτέ, ήταν απλώς το φετίχ της. Για μήνες μετά βρίσκαμε κάτω από τις καρέκλες ισιωμένες χαρτοσακούλες. Τα φαραόσυκα πάντως από το πεσκέσι της θειας μου ήταν άνοστα. Δοκίμασα μια φορά και μπήκαν τα αγκάθια τους στο πρόσωπό μου και έβαλα τα κλάμματα. Δεν ξαναδοκίμασα έκτοτε.
Οι μυρωδιές εκείνου του Σεπτεμβρίου ήταν μια μεγάλη εμπειρία. Μυρίζανε τα πάντα. Πρώτα πρώτα μύριζαν τα σπίτια. Η υγρασία της Οίας πότιζε την ελαφρόπετρα, που χρησιμοποιούνταν τότε ως οικοδομικό υλικό και υπήρχε ενσωματωμένη σε όλους τους τοίχους, ενώ αργότερα, με την επικράτηση του τσιμέντου έγινε το υλικό με το οποίο κύριοι και κυρίες ξύνουνε τις φτέρνες των ποδιών τους όταν ξεραίνονται από τη θάλασσα. Οι τοίχοι μύριζαν αρμύρα και η ζέστη μέσα στα σπίτια ήταν αφόρητη από το πορώδες υλικό.
Ζούσαμε μέσα σε ένα σπίτι που έδινε την εντύπωση από τη μυρωδιά και μόνο, ότι τις νύχτες έπλεε μεσοπέλαγα, παρέα με τις τράτες που έβγαιναν για ψάρεμα, ανάμεσα στην Καλντέρα και τη Θηρασά. Ιδρώναμε στον ύπνο μας και για να πάρουμε λίγο αέρα βγαίναμε έξω στο «δροσό», να μας χτυπήσει η βραδινή αύρα.
Έπειτα μυρίζανε τα σταφύλια. Πάνω στα κοφίνια, μέσα στην πιατέλα, μέσα στη γυάλα που είχανε γίνει γλυκό, ή ακόμα και στις κάναβες, τα μεγάλα πατητήρια όπου καταλήγανε τα κοφίνια με τα πράσινα και μαύρα σταφύλια για να τα πατήσουν και να γίνουν κρασί, το σαντορινιό κρασί, που μετά ταξίδευε ως εμπόρευμα σε ολόκληρο το κόσμο.
Ακόμα μύριζε η θάλασσα, απέραντη και γαλάζια μας περιέβαλλε και μας καθόριζε. Μια φορά με το μπαμπά μου βγήκαμε για ψάρεμα. Από το πρωί μέχρι το απόγευμα πιάσαμε λίγα ψαράκια, τόσο λίγα που δεν γέμιζαν ούτε ένα τηγάνι για να φάμε για μεσημέρι. Μπροστά στην ήττα της ανεπάρκειάς του ως ψαρρά, ο πατέρας μου, αθεράπευτος τσιγκούνης παρόλα αυτά, αποφάσισε να τα πετάξει πίσω στη θάλασσα να τα φάνε τα άλλα ψάρια. Έτσι έκανε την καλή του πράξη προς τη φύση κι ας μείναμε το μεσημέρι νηστικοί, δεν πείραζε. Ψάρια δεν ήθελες; Ψάρια θα σε πάω να φας. Και πήγαμε και φάγαμε στην ταβέρνα του Θεοδόση, πάνω στην Καλντέρα, που είχε λίγο τσιμπημένες τιμές, γιατί όπως λέμε καμιά φορά «αν δεν κλέψουμε και τους συγγενείς δεν κάνουμε δουλειά», αλλά εμείς φάγαμε μαρίδες και τη βγάλαμε φτηνά.
Κάποια στιγμή έκανε ένα σεισμό. Ξεκίνησε με βουητό και μετά άρχισε να κουνάει, εγώ δεν κατάλαβα και πολλά, αλλά οι άλλοι κουνηθήκανε φαίνεται πολύ, γιατί άρχισαν να τρέχουνε στα χωράφια. Ο κόσμος είχε ακόμα νωπές τις μνήμες από την καταστροφή του 1956 και με το παραμικρό ήταν ικανός να παρατήσει το βιος του για να γλυτώσει. Η πλατεία μπροστά από την Παναγιά είχε γεμίσει κόσμο κι εγώ καθόμουνα και παρατηρούσα τα αλλόκοτα φουστάνια των γυναικών, που μερικές είχανε βγει με την ποδιά που φορούσαν όταν έκαναν δουλειές στο σπίτι και με τα χέρια γεμάτα λάδια ή υπολείμματα από τρόφιμα, καθώς ήταν η ώρα που μαγείρευαν για το μεσημεριανό φαγητό. Αρνιόμουν να το κουνήσω ρούπι. Έβαλα τα κλάμματα γιατί μου άρεσε να μείνω εκεί και τελικά η επιθυμία μου εισακούστηκε. Κάτσαμε μπροστά από την Καλντέρα, όταν όλοι οι άλλοι είχαν φύγει και απολαμβάναμε μεσημεριάτικα τη σιωπή σε ένα ερημωμένο χωριό, που θύμιζε φάντασμα.
Ο Σεπτέμβριος στη Σαντορίνη είναι μήνας γιορτής. Μια ο Άγιος Σώστης, μια η κυρά Παναγιά, που γιορτάζουν κολλητά, 7 και 8 Σεπτεμβρίου, δίνουνε χαρά στους θρησκευόμενους και στις κουτσομπόλες, που πάνε και στέκονται από νωρίς έξω ή μέσα στο ναό και σχολιάζουν στα μουλωχτά κάθε γνωστό ή άγνωστο μέχρι τελικής πτώσεως. Συνήθως είναι δυο μαζί, η μια κόβει η άλλη ράβει. Από την πολλή τους την πρεμούρα να μάθουνε και να σχολιάσουνε αλλά να μην τις πάρουνε χαμπάρι, πιάνεται το χέρι τους να σταυροκοπιούνται μέσα στην εκκλησία, γιατί πάνω από όλα είναι η υπόληψη της θεοσεβούμενης.
Εμένα με είχανε βάλει να κάνω το παπαδάκι, πρώτη και μοναδική φορά στη ζωή μου. Με ντύσανε με κάτι μακριά ράσα, μαύρα κι άραχλα και μου δώσανε ένα μεγάλο κοντάρι να κρατάω, που πάνω είχε ένα σχέδιο. Μόνο που δεν ήξερα τι να κάνω, δεν το είχα ξανακάνει ποτέ και κανείς δε μου έδωσε οδηγίες. Μπροστά στο να γίνω ρεζίλι στον κόσμο που κοιτούσε, αποφάσισα να κάνω ό,τι κάνανε κάτι κωλοπετσωμένα μούλικα που τα είχανε βάλει κι αυτά. Δεξιά πηγαίνανε αυτά, δεξιά κι εγώ. Ζερβά αυτά, ζερβά κι εγώ. Κάποια στιγμή τα είδα να πηγαίνουν και να στέκονται γύρω από το μεγάλο τραπέζι, την Αγία Τράπεζα, (όλα αυτά συνέβαιναν μέσα στο ιερό αλλά φαινόμασταν από την ανοιχτή πόρτα) και να μετακινούνται κρατώντας τα κοντάρια τους κυκλικά.
Άρχισα κι εγώ να κάνω το ίδιο. Πήγα και στάθηκα ανάμεσά τους και αρχίσαμε να κινούμαστε σαν τους δείκτες του ρολογιού προς τα δεξιά. Κάποια στιγμή φαίνεται ότι εγώ αφαιρέθηκα και δε μετακινήθηκα, γιατί αμέσως μετά κοπάνησα το κοντάρι μου με το κοντάρι ενός αντιπαθέστατου σκατού που από την αρχή με κοίταζε στραβά και σκάλιζε τη μύτη του. Ακούστηκε ένα δυνατό γκουπ και μετά πέσαμε επάνω στον παπά που κρατούσε το θυμιατό και γίναμε χάλια από τις στάχτες. Θυμάμαι το οργισμένο βλέμμα του όταν του σπάσαμε το θυμιατό. Συνέχιζε να ψέλνει, γιατί πάνω από όλα σημασία έχει η παράσταση και να μην καταλάβει τίποτα ο κόσμος, όπως κατάλαβα αργότερα όταν ασχολήθηκα με το θέατρο. την παράσταση ό,τι και να γίνει, δεν τη σταματάς. Βρήκε μια παύση μόνο και μου ψυθίρισε «θα σε ακοτώσω»! Μετά βγήκε έξω σα να μη συνέβαινε τίποτα και συνέχισε να ψέλνει τον εξάψαλμο. Εγώ από τη ντροπή μου εκείνο το βράδυ δεν έφαγα και είχα μονίμως κατεβασμένο το κεφάλι.
Την άλλη μέρα φύγαμε για την Αθήνα με το πλοίο. Τότε το πλοίο έπιανε και στην Οία και στα Φηρά, ακόμα το λιμάνι του Αθηνιού δεν είχε γίνει. Κατέβαζε τον κόσμο με τις λάντζες και τους ανεβάζανε με τα γαϊδούρια από το μονοπάτι. Μόνο σαν μακρινή ανάμνηση θυμάμαι ότι περιμένανε πώς και πώς να τελείωνε η κατασκευή του αεροδρομίου που άρχισε να λειτουργεί την επόμενη χρονιά και θα έφερνε «τσι τουρίστες». Στη Σαντορίνη έκανα 17 χρόνια να ξαναπάω