Εφημερίδα Κυκλαδικό Φως, Ιανουάριος 1968
[…] η χαρά και το γλέντι είναι μέσα στο αίμα του –Σαντορινιού, ο χορός και το τραγούδι στην ψυχή του . στον πιο μεγάλο του πόνο βρίσκει το κουράγιο να σχηματίσει ένα χαμόγελο στα χείλη του . είναι στιχοσυνθέτης, ρομαντικός, συναισθηματικός και αγαπά με πάθος. Είναι έτοιμος να δεχθεί κάθε θυσία για την αγάπη του και άλλοίμονο σε εκείνον που θα τον εμποδίσει να την κάμει δική του . φτιάνει μόνος του τραγούδια αλλά και ρίμες γεμάτες χιούμορ σε αλάνθαστο μέτρο και ομοιοκαταληξία. Αν συναντηθούν καμιά φορά δύο στιχοσυνθέτες τότε αυθόρμητα γεννιέται μετά ένας ποιητικός τους οίστρος και ο ένας προσπαθεί να συναγωνισθεί τον άλλον .
Δύο τέτοιο τύποι συναντήθηκαν κάποτε σε κάποιο πανηγύρι στον αυλόγυρο της εκκλησιάς. Οι δύο αυτοί Σαντορινιοί ήταν ο Λιάς ο Αρακάς από τον Βόθωνα και ο Σκουριαυλός ( κορυδαλλός) από τον Καρτεράδο. Πρώτος προκάλεσε τον Σκουριαυλό ο Λιάς του Αρακά με τούτο το δίστιχο που το συνέδεσε στη στιγμή.
- Αν δεν σε πιάσω Σκουριαλέ, θα κόψω το λαιμό μου
Ένα κατσούνι μου φαες από το καλοκαρνό μου.
Του απαντάει ο Σκουριαυλός:
- Πάρε το αξινάρι σου κι άντες να σκάβγεις χώμα,
Μα για να πιάσεις Σκουριαυλό, είσαι μωρό ακόμα.
Απαντάει ο Αρακάς:
- Θα βάλω τη γυναίκα μου να κάτσει στην καλύβα,
Το γυιο μου μπρος στην αμπασά και γω μες στη ρυμίδα.
Και του απαντάει ο άλλος
- Μηδέ εσένανε δουλιώ , μα μήτε και το γυιό σου,
Μέρα και νύχτα θα περνώ απ΄το καλοκαιρνό σου .
Χωρίς δεύτερη σκέψη ο Αρακάς του λέει:
- Ίντα να σου κάμω σκουριαυλέ που δε βαστώ τα σκάγια,
να σου παιζα μια τουφεκιά να σε
έριχνα στα απλάγια. «Μπράβο Λιά» του φώναζαν οι άλλοι λίγο και τον έφαγες.
Ο Σκουριαυλός όμως δεν ήθελε να το βάλει κάτω
- Αν είσαι άξος κυνηγός, στ αλώνι θα μαι μέσα
Μα συ και το τουφέκι σου είσαστε για πεσκέσα.
Κείνη την ώρα ακούστηκε μία φωνή :
- Νίκησες Σκουριαυλέ, δεν έχει ήντα άλλο να σου πει μπλειο ο ΛΙάς.
Ήτανε ο Μανώλης ο Μανίτης ( παρατσούκλι για τα μανιτάρια), φίλος του Σκουριαυλού.
Ο Αρακάς τότε ηπούνιωσε με τα λόγια του Μανίτη και γυρίζει προς το πλήθος του πανηγυριού που παρακολουθούσε την μονομαχία των στίχων και λέγει :
- Αύριο βράδυ βρε παιδιά, σας έχω φαί στο σπίτι,
Θα χω τον Σκουριαυλό γιαχνί, στιφάδο τον Μανίτη.
Το ν τελευταίο στίχο του Λια του Αρακά από το Βόθωνα εκάλυψαν παρατεταμένα χειροκροτήματα και φωνές ενθουσιασμού και όλοι μαζί τρέξανε να συγχαρούν τους δύο απλοικούς ποιητές. Τον Σκουριαυλό και τον Αρακά.
Μα κι αν έφυγαν κείνοι οι καλοκάγαθοι και αν ακόμη άλλαξε ο τρόπος ζωής των σημερινών ανθρώπων πάνω στο νησί, ο χαρακτήρας τους μένει ο ίδιος. Έτσι όμορφα και συστομονιασμένα κυλούσε η ζωή στα παλιά χρόνια στη Σαντορίνη.