Είμαι 73 ετών, δεν κρύβω τα χρόνια μου αν και πολλοί λένε πως μοιάζω νεότερο.Κόλακες!!!Τέλος πάντων, τα χώματα που επιλέχτηκαν για να φιλοξενήσουν τους τεράστιους όγκους μου, δυσανασχέτησαν αρχικά, αλλά όπως γίνεται σε κάθε μακρόχρονη σχέση, καταφέραμε να ανεχόμαστε ο ένας τον άλλομέχρι σήμερα. Απέχω μια ανάσα από τη θάλασσα κι όταν χτίστηκα, δέσποζα περήφανο στην περιοχή.Για ναπάψω όμως να είμαι αγενές, θα σας συστηθώ: είμαι το εργοστάσιο ντομάτας στη Βλυχάδα της Σαντορίνης. Παρόλο που εξοπλίστηκα με τα πιο σύγχρονα μηχανήματα της εποχής, τον πρώτο χρόνο λειτουργίας μου δούλεψα ξεσκέπαστο. Ναι, σωστά καταλάβατε, χωρίς οροφή.
Ο καταστροφικός σεισμός του 1956 ταρακούνησε, τρόμαξε, πόνεσε και μάτωσε ολόκληρο το νησί αλλά εγώ κατάφερα να σταθώ στα πόδια μου, αν και μεταξύ μας, έτρεμαν για πολύ καιρό.
Στα χρόνια που ακολούθησαν , ζούσα όμορφες και αντιφατικές στιγμές , μήνες ολόκληρους σε απόλυτη ησυχία κι έπειτα σε ξέφρενους ρυθμούς για μερικές εβδομάδες. Κόσμος, φωνές, γέλια, καυγάδες, οι μηχανές στο φουλ μέρα νύχτα, η καμινάδα μου να καπνίζει ασταμάτητα. Μετά πάλι νεκρική σιγή. Χρόνο με το χρόνο όμως λιγόστευαν οι ζωηρές μέρες μέχρι που σταμάτησαν ολότελα.
Βασική αιτία το Ακρωτήριστο οποίο το 1967 ο Σπύρος Μαρινάτος ανακάλυψε λέει θαμμένη μέσα στη λάβα μια ολόκληρη πολιτεία τόσο παλιά που ξεπερνούσε τα 3500 χρόνια πριν από την ανέγερσή μου. Άνθρωποι απ’ όλο τον κόσμο άρχισαν να συρρέουν στο νησί για να την επισκεφτούν. Παράλληλα με την αρχαία πόλη, οι άνθρωποι μαγεύτηκαν κι απ’ τις ομορφιές της Σαντορίνης που έγινε ένας από τους αγαπημένους τους προορισμούς. Έτσι οι ντόπιοι άρχισαν να ασχολούνται περισσότερο με τον τουρισμό και λιγότερο με τα χωράφια και τις ντομάτες τους. Κάθε χρόνος που περνούσε έβλεπα όλο και λιγότερα οικεία πρόσωπα. Παρότι η γη αφέθηκε ακαλλιέργητη,τα τουριστικά καταλύματα ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια λες και τα ‘σπερνε κάποιο αόρατο χέρι. Όπως ήταν επόμενο, μαζί με τη γη μαράζωσα κι εγώ ώσπου τα μηχανήματά μου σίγησαν για πάντα.
Έμεινα στη σιωπή αρκετά χρόνια. Κι ενώ γερνούσα παραμελημένο, μια μέρα ήρθαν οι βάρβαροι. Με ζούληξαν, με έσκαψαν, με παραγέμισαν, με έβαψαν και τέλος σαν να με ομόρφυναν ξανά. Κι εκεί που περίμενα να πάρουν πάλι μπρος οι μηχανές μου, να δω γνώριμες φάτσες, μου έρχονται κάτι μοσχομυριστές κυράδες με τακούνια και κάτι περισπούδαστοι κύριοι που περιφέρονταν στους χώρους μου. Βιομηχανικό Μουσείο Ντομάτας έγινα !!! Όχι ότι δε μου αρέσουν οι συζητήσεις, οι συναυλίες κι όλες οι εκθέσεις που γίνονται εδώ , αλλά να, όσο να ‘ναι νοσταλγώ τις παλιές καλές μέρες με τους εργάτες, τους αγρότες, τη φασαρία και τη «ντοματίλα» που μπορούσες να τη μυρίσεις από μίλια μακριά . . .!!!
"Λαογραφία Σαντορίνης"