Quantcast
Channel: Καλλ- ιστορωντας
Viewing all 306 articles
Browse latest View live

O ρόλος των Θηραίων στην Ίδρυση του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

$
0
0
 Η αναπτυξιακή πορεία της Σαντορίνης κατά τη διάρκεια του 19 αι[1]., διαφαίνεται σε αρκετά πεδία: δημιουργία Οικονομικού Επιμελητηρίου, ακμή της θηραϊκής ναυτιλίας και ολοένα και αυξητική ζήτηση των θηραϊκών προϊόντων, δημιουργία νέων βιομηχανικών μονάδων (εξόρυξης ελαφρόπετρας, επεξεργασία ντομάτας, και οινοπαραγωγή), άτυπη σύνδεση της Σαντορίνης με την Εθνική Τράπεζα ήδη από το  1842, καθώς και την έναρξη των ανασκαφών στο νησί   Παράλληλα, ενισχύεται το θρησκευτικό συναίσθημα των κατοίκων με την οικοδόμηση πολλών εκκλησιών, αλλά και με την ύπαρξη ιδιαίτερων ιστορικά εκκλησιαστικών στιγμών- δράσεων. Οι γεωλογικές – κοινωνικές μεταβολές συνεχίζονται λόγω των ηφαιστειακών εκρήξεων (1866), δημιουργούνται και συστήνονται κοινότητες, ενώ και στον υγειονομικό τομέα( ίδρυση Λεπροκομείου), εντοπίζονται εξελίξεις.
Ταυτόχρονα δε στον ευρύτερο τότε ελλαδικό χώρο η άνθηση της Παιδείας μετά την επανάσταση κορυφώνεται με την ίδρυση του Οθώνειου Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ιδρύθηκε με βασιλικό διάταγμα στις 14 Απριλίου του 1837 και εγκαινιάστηκε στις 3 Μαΐου του ίδιου χρόνου. Πρωτοστεγάστηκε στην κατοικία του αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη, επί της οδού Θόλου, στη βορειοανατολική πλευρά της Ακρόπολης. Ήταν το πρώτο Πανεπιστήμιο, όχι μόνο του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, αλλά και της Ανατολικής Μεσογείου.
Η εκπαιδευτική ευεργεσία[2], εκτός των άλλων, αποτέλεσε σημαντική πτυχή της νεότερης ελληνικής ιστορίας, μιας και ενίσχυσε τη σημασία του ρόλου της εθνικής ιδέας
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό για μια νησιωτική τοπική κοινωνία όπως είναι αυτή της Σαντορίνης, στην τέταρτη δεκαετία του 19ου αι., να μπορεί να διαθέτει χρήματα για την ίδρυση αυτού του Ανώτατου Ακαδημαϊκού Ιδρύματος και μέλη της να κατατάσσονται στους ευεργέτες του Οθώνειου Πανεπιστήμιου. Η ενδεικτική αναφορά, στα άτομα τα οποία συνέβαλαν μέσω ευεργεσιών στην ίδρυση του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου θεωρήθηκε αναγκαία, μιας και έμμεσα αναδεικνύουν μέρος της φιλοσοφίας της κοινωνίας της Σαντορίνης τον 19ο αι.
Οι Θηραίοι ευεργέτες της παιδείας είναι δυνατόν να κατηγοριοποιηθούν σε τρείς μεγάλες κατηγορίες: α) διοικητικές – προξενικές αρχές καθώς και μέλη ανώτερης κοινωνικής τάξης, β) εκκλησιαστική τάξη και γ) κάτοικοι του νησιού[3].
Δήμος Θήρας[4]; Μ.Α. Τσαμαδός  (50), Σ. Επίσκοπος Καθολικών Λ.Δεκιγάλλας ( 50) Βαζέγγιος Φίλιππος      (12),  Καλαμίδας Κ. (8), Κροκίδας Α. (10), Θέμελης Ι. (5), Βαφόπουλος Π. (20), Γαβαλάς Τ. ( 6), Ζαχαρόπουλος Π., (10), Δεκιγάλλας Ι. ( 20), Άλβης Π. (50), Δελένδας Ν. (40), Συρίγγος  Λουίγγης (8), Δελένδας Α., (15), Συρίγος Γ. (7), Άλμπης Ι. (12), Πίντος Γ. (8), Δελένδας Ι. (20), Συρίγγος Λ. (12), Γύζης Τ. (10), Ζάνος Αντ. (6), Αλαφούζος Π., (5), Κριεζής Λ. (20), Βλαχόπουλος Ν., (10), Σορώτου Μ. (6).
Δήμος Εμποριτών: Ζάνος Π.(25), Νοητάκης Κ.(6), Γαβαλάς Μ. (10), Βελτίων Γ.(10).
Δήμος Οιατών: Δημοτικό Ταμείο (100).
Δήμος Καλλίστης : Ρωσικός αντιπρόξενος Μαρκεζίνης Β. (50), Βαλλιάνος Γ. (20), Αδραβάνης Α. (3), Μαρκεζίνης Θ. (5), Μαρκεζίνης Π. (5), Σορότος Μ. (10), Γαβαλάς Β.(5), Σπεράντζας Ν. (5), Μαρμαρμάς Π. (2), Σκοπελίτης Ν. (2), Μαίνης Ι. (1), Ιαννάκος Α. (3), Βαρσαμάκης Α. (5), Λαγκαδάς Κ. (5), Δαρμέζης Ι.(2), Σιγάλας Α.Ν. (4), Γαβαλάς Ι.(3), Ποταμιάνος Σπ (5).
Σεβ.Μητροπολίτης Θήρας κ.Ζαχαρίας (50), Μονή Προφήτη Ηλία (100), Μονή Χοζωβιώτισσας Αμοργού (200), Μονή Καλαμιώτισσας Ανάφη (100), Δήμος Θηρασιάς (30),
Ξεχωριστή σημασία Μητροπολίτη Ζαχαρία Κυριακό,Ιωσήφ Δεκιγάλλα  ,Καθολικό ΕπίσκοποΛουκάΔεκιγάλλα,Γ.Πίντο  Βασίλειο Μαρκεζίνη  καιΝικόλαο Σπεράντζα. Διακριτή είναι και η θέση δημάρχων ( Μ. Τσαμαδά, Γ. Βαλλιάνου αλλά και Πέτρου Άλβη), υπαλλήλωνδημοτικών (Α. Ζάννος – Βοηθός γραμματέα διοίκησης Θήρας) ενόςπροκρίτου (ΙωάννηςΆλμπυς), Δημογερόντωνκαι Συμβούλων(Τζαννής Γαβαλάς και Κ. Λαγκαδάς), Αρμοστών και φυσικά η ενισχυτική «παρουσία» των Μοναστηριών Προφήτη Ηλία Θήρας, Χοζωβιώτισσας Αμοργού, Καλαμιώτισσας Ανάφης καθώς και των Δήμων Θηρασίας και Αμοργού.
Στο εκπαιδευτικό κομμάτι , Θηραίοι καθηγητές (Νικόλαος Βλάχος, Ιωάννης Δανέζης, Δημήτριος Κουτσογιαννόπουλος, Παναγιώτα Πρέκα, Παρασκευή Νομικού, Ιγνάτιος Μοσχάκης  Μιχάλης Πετσετάκης κ.α. ) του Καπιδιστριακού Πανεπιστήμιου  του Χθες αλλά και του σήμερα, λαμπρύνουν  και διανθίζουν την ευρύτερη προσέγγιση του ρόλου της ιστορίας της Θήρας  
Είναι σαφές ότι η διαμόρφωση της ιστορίας του νησιού δεν μπορεί να αναπτύσσεται στα ευρύτερα στενά γεωγραφικά πλαίσια, αλλά και εκτός αυτού, όπως για παράδειγμα στην ίδρυση του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου.
Πέρρος Ιωσήφ
Υπ.Δρ. ΕΚΠΑ
Μάϊος 2017




[1]Πέρρος Ι., Όψεις της Εκπαίδευσης στη Σαντορίνη 1880 – 2000, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Ιστορίας και Διδακτικής της Ιστορίας Λαογραφία και πολιτισμός, Αθήνα, Απρίλιος 2014
[2]Κουτουξιάδου Αθ., «Η έννοια και τα βασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού ευεργετισμούτον 19οστο χώρο της εκπαίδευσης» Τα Εκπαιδευτικα, Ιανουάριος – Ιούνιος 2013, σ.133
[3]Επεξεργασμένο υλικό από τους  επίσημους πίνακες για τους ευεργέτες του καποδιστριακού Πανεπιστήμιου. Ε.τ.Κ. φ.3 (8-2-1840): Κατάλογος των από της 25 Μαίου 1839 μέχρι της 30 Νοεμβρίου του αυτού έτουςγενομένων προσφορών προς ανέγερσιν του εν Αθήναις Ελληνικού Πανεπιστημίου σσ.. 17– 19, και Ε.τ.Κ.φ.11 (4-6-1840): Των εως 20 Μαϊου 1840 προς ανέγερσιν του Ελληνικού εν Αθήναις Πανεπιστημίουσυνδρομών σσ. 56-57
[4]Σε παρένθεση η τιμή αναφέρεται σε δραχμές. 

Η βαρελοποιία στη Σαντορίνη

$
0
0

[...]Τα βαρελάδικα εις την Σαντορίνην λέγονται βουτσάδικα και ευρίσκοντο παλαιότερον εις όλους τους λιμένας της νήσου, ήτοι εις το Άμμούδι, εις την Αρμένη της Απάνω Μεριάς, εις τα Φυρρά, το Γιαλό και εις τον Αθηνιό, απ’ όπου εγίνετο η εξαγωγή του οίνου. Σημειωτέον ότι «τα διάφορα καΐκια, που μεταφέρανε το κρασί, εκτός από τη Σύρα, στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αίγυπτο και στη Ρωσία, δεν είχανε μόνιμη στοίβα από βαρέλια, για να βάζουν το κρασί, αλλά βάζανε βαρέλια από το λιμάνι, που τα αφήνανε στον τόπο του προορισμού τους

Τους βαρελάδες οι Θηραίοι ονομάζουν βουτσάδες.  Τα βουτσά έχουν ενταύθα διάφορα ονόματα, αναλόγως του μεγέθους και της χωρητικότητος αυτών. Ούτως άφουρα (η) και εν τω πληθυντικώ άφουρες (οι) λέγουν τα βαρέλια, «που παίρνουν τρία βουτσά κρασί, δηλαδή 1008 οκάδες».5 Δια την λέξιν άφουρα ο Ν.Γ. Πεταλάς έγραφε κατά το 1876 τα εξής: «Η άφουρα [είναι] δοχείον μέγα οίνου ισοδυναμούν προς τρία βουτσία, περιέχοντα επτά βαρέλας έκαστον, ο έστιν εν όλω 21 βαρέλας, (ήτοι) 945 οκάδας. Αναμφιβόλως είναι ο αρχαίος αμφορεύς υπό του χρόνου παρεφθαρμένος, όστις και μετρητής ελέγετο•ήτο δε μέτρον χωρητικότητος δια τα υγρά».
Βουτσί είναι το βαρέλι το περιλαμβάνον 336 και πλέον οκάδας.
Μπόμπαν λέγουν εν Θήρα το χωρητικότητος 400-600 οκάδων βουτσί, μισόμπομπες τα βαρέλια των 250-300 οκάδων, βαρέλαν το χωρητικότητος 48 και πλέον οκάδων. Η βαρέλα είναι ίση με 6 σέκια, το δε σέκι ίσον προς 8 οκάδας, Αι λέξεις άφουρα, βουτσί και βαρέλα είχον εκτός της εννοίας του βαρελιού και την της χωρητικότητος. Αύται διευκρινίζονται, αναλόγως προς τον τρόπον, κατά τον οποίον θα τας μεταχειρισθούν. Λέγουν π.χ. «κα μπρε, σιγουράρισε την άφουρα (το βουτσί, τη βαρέλα) με μία πέτρα να μην κατρακυλά μέσ’ στην αυλή». Άλλοτε δε πάλιν ακούει τις: «Εφέτος ήκαμα δέκα βουτσά κρασί όλα-όλα» ή «αυτό το βαρέλι το παίρνει δεν το παίρνει ένα βουτσί».  
Οι βαρελάδες της Σαντορίνης κατεσκεύαζον και κατασκευάζουν ακόμη και μικρότερα βουτσιά, ρακοβάρελα, κονιακοβάρελα, τυροβάρελα, ως και διάφορα σκεύη απαραίτητα δια την κάναβαν (οιναποθήκην) με τα αυτά υλικά, που εχρησιμοποίουν δια την κατασκευήν των μεγάλων βαρελιών.
[....]Ο βαρελοποιός πρώτα μετράει τις «ντούγιες»(τα ξύλα που αποτελούν το βαρέλι). Τις πελεκάει με ένα μαχαίρι, που λέγεται«ταλιακούδα» και μετά τις περνάει από μια μεγάλη «πλανιά», που είναι ακίνητη και σχηματίζει την κοιλιά του βαρελιού.
Ανάλογα με το μέγεθος του βαρελιού είναι και η φόρμα, όπου το σκαρώνει. Κάθε βαρέλι είναι στα άκρα στενό ενώ στη μέση φαρδύ.
Το ένα άκρο των ξύλων το κλείνει με στεφάνια, ανάλογα με το μέγεθος του βαρελιού, ενώ το άλλο άκρο είναι ακόμα ανοιχτό. Για να σχηματιστεί η κοιλιά του βαρελιού, κάνει μια σκάρα, όπως του μαγκαλιού, βάζει μέσα χοντρά ξύλα. Αφού δώσει φωτιά παίρνει τη σκάρα και από πάνω της τοποθετεί τα βαρέλι, όπως το προετοίμασε πιο πριν, με το ένα άκρο του δηλαδή έτοιμο. Με ένα συρματόσκοινο τριγυρίζει το βαρέλι στο άλλο άκρο που είναι ακόμη ανοιχτό. Με τι βίδα ένα εργαλείο με το οποίο πιάνει το συρματόσκοινο και από τις δύο πλευρές σφίγγει τα ξύλα και σιγά σιγά το άκρο αυτό που αρχικά είχε ετοιμαστεί.
Στη συνέχεια αναποδογυρίζει το βαρέλι, χωρίς να πειράξει τη βίδα. Κόβει σίδερα ανάλογα με το βαρέλι και τα καρφώνει με περτσίνια. Αφού τοποθετήσει το εξωτερικό στεφάνι του άκρου, αρχίζει να ξεβιδώνει τη βίδα και να προσθέτει τα υπόλοιπα στεφάνια. Αν το βαρέλι είναι 500 έως 1000 κιλά βάζει δέκα στεφάνια .
Μετά κάνει το «καβάρισμα» μπροστά και πίσω στα δύο δηλαδή στρογγυλά άκρα του βαρελιού με ένα σκεπάρνι γυριστό. Για να πιάσει το «φουντί», το στρογγυλό άκρο του βαρελιού, δηλαδή το καπάκι με τον «τζινιαδόρο» κάνει την πατούρα ένα είδος αυλακιού. Αφού ετοιμάσει το φουντί, το πατάει στην «πλάνια» και μετά το καρφώνει με δίμυτες βελόνες. Το φουντί αποτελείται από πολλά κάθετα κομμάτια ξύλου. Μετά παίρνει κουμπάσο από την πατούρα που άνοιξε, επί πέντε κουμπασιές. Παίρνει το κουμπάσιο και το τοποθετεί στο μέσο του φουντιού και παίρνει τον κύκλο στρογγυλό. Αφού αλείψει το στρογγυλό με μπογιά και φαίνεται το στρογγύλεμα της κουμπασιάς, με το «ξεγυριστάρι», είδος πριονιού το κόβει και γίνεται στρογγυλό. Με την «ταλιαδόρα», μια μεγάλη μαχαίρα, κόβει το φουντί γύρω γύρω για να χωράει να μπει στην πατούρα. Ύστερα ξυνει το φουντί με ένα ροκάνι για να γυαλίσει. Στην συνέχεια βάζει ζυμάρι από αλεύρι και νερό στην πατούρα και βγάζει τρία στεφάνια για να περάσει το φουντί.
Σηκώνει το βαρέλι όρθιο, σφίγγει τα στεφάνια και εφαρμόζει όλες τις ντούγες κι έτσι το βαρέλι δεν τρέχει. Ανοίγει μια τρύπα στη ράχη του βαρελιού απ’ όπου θα μπει ο μούστος στο βαρέλι, και μια μικρή σ’ ένα από τα δυο καπάκια του για να μπει η κάνουλα απ’ όπου τρέχει το κρασί.      

[....] «Άμα το σκαρώσωμε, λέγει ο Ελευθέριος Ευδαίμων, έπειτα το σαβαγιάρομε. Σαβαγιάρισμα λέμε, δηλαδή να φέρομε τις dούγιες στα ίσα από πάνω. Μετά το ξεφορμίζομε. Του περνάμε τ’ απάνω βεργιά πρώτα και το σφίγγομε με τη σφήνα και με το σφυρί  . Τα ξύλινα τα σφίγγαμε με τον κόπανο, το σφυρί και την ξύλινη σφήνα. Τα παλαιά χρόνια βάναμε φωτιά μέσα στο σκαρωμένο βαρέλι και με νερό εγυρίζαμε τις dούγιες (ολόκληρο το βαρέλι) με τις μαΐστρες. Μαΐστρες ήταν στεφάνια, που τις σφίγγανε τις dούγιες. Στην αρχή λυγούσανε μια-μια dούγια και μετά το σκαρώναμε. Τώρα υπάρχει μηχανή χειροκίνητη, πού γυρίζει τα βαρέλια. Πάλι θα βάλωμε από την άλλη μεριά τα βεργιά του, δηλαδή πάλι θα το ξεφορμίσωμε. Έπειτα θα το σφίξωμε για καβάρισμα, δηλαδή κάνομε το κούρεμα, το κουρεύομε, μετά το παίρνομε από μέσα με το καραβορούκανο, το καβάρομε». Ώστε το τρίτον στάδιον της κατασκευής του βαρελιού είναι το καβάρισμα, το όποιον γίνεται με τα εργαλεία τσινιαδόρος, καβαροσκέπαρνο και καβαρορούκανο  . Εις εκάστην δηλαδή ακραν της dούγιας γίνεται η γράδωση    δηλαδή κατασκευάζονται αύλακες, εντός των οποίων θα ενσφηνωθούν αργότερον τα φούdια.  Με την πλανιοπούλα   εν Σαντορίνη «παίρνουν τον όρλο». Όρλος είναι τα κυκλικά επάνω και κάτω άκρα του βαρελιού. Τέταρτον στάδιον κατασκευής είναι να γίνουν τα φούdια, δηλαδή τα καππάκια. Κάθε φούdι αποτελείται από dούγιες, πού παρατίθενται κατά πλάτος και συνδέονται μεταξύ των ή με ξυλόσφηνες ή με δίμυτες καρφοβελόνες. Το όλον φούdι περικόπτεται κυκλικώς με ακτίνα σύμφωνον προς την φόρμαν του βαρελιού, λεπτύνεται δε κατά την περιφέρειάν του, δια να ημπορεί να εισχώρησει εις την εσωτερικήν αύλακα των dουγιών. Αφαιρείται τότε η ακραία στεφάνη και το φούdι πιεζόμενον καταλλήλως εισδύει και ενσφηνώνεται εις την αύλακα  . Εις τις άφουρες τα φούdια συνήθως ενισχύονται με ισχυράν ξυλίνην μπάραν (τραβέρσαν), που τοποθετείται επάνω εις την διάμετρον της επιφανείας των. «Με την κλόβα   μπλιγάρομε κομμάτια τω φουdιώ, που τα λέμε dαbανία». Αφού περάσουν τα φούdια, το ψαθώνουν με το ψαθί. κατόπιν το ξύνουν απ’ έξω με το ρουκάνι και τέλος το σιδερώνουν. Σιδέρωμα είναι η τακτοποίησις των τσερκιών ή βεργιών (στεφανιών). Ο βουτσάς χρησιμοποιεί προς τούτο σφήναν, που κτυπά με σφυρί, δια να προωθή τα τσέρκια. Αντί σιδηρών στεφανιών κάποτε τοποθετούν και δυο ξύλινα, που χρησιμεύουν ως προσκέφαλα, όταν το βαρέλι κυλίεται επί του εδάφους και ούτω προλαμβάνεται η φθορά του. Έπειτα ανοίγουν την κάνουλα και την καρκούνα, με ειδικόν εργαλείον  , δηλαδή την μεγάλην οπήν εις την μέσην του βαρελιού. Η κάνουλα γίνεται εις το φούdι. Την καρκούνα φράσσουν με τον πίρο, ο οποίος είναι πώμα, συνήθως εκ κέδρινου ή δρύινου ξύλου σκληρού, που περιτυλίσσεται με λινόν ράκος. Η λέξη πίρος αναφέρεται εις τας παροιμίας: «Δεν φταίς, εσύ, φταίει του βουτσού ο πίρος», η όποια λέγεται προς τους ακοσμούντας ένεκα μέθης, και «όπου λυπάται από τον πίρο, χάνει από την καρκούνα» ή «όποιος φοβάται από τον πίρο, το χάνει απ’ την καρκούνα». 
Τα κομματάκια από τα ξύλα, πού μένουν μετά την κατασκευήν του βαρελιού, λέγονται εν Σαντορίνη ροdαρίδια και απάκρηες. Πελεκούδια ονομάζονται αυτά, τα οποία «πετιώνται, άμα πελεκάμε τις dούγιες. Βγαίνουν και τα ρουκανίδια».  Εις περίπτωσιν κατά την οποίαν «τρέχει» (στάζει) το βαρέλι, το διορθώνουν με το ατσάλινον εργαλείον, πού λέγεται καλαφατικό  

. «Αν είναι πολύ παλιωμένο, τότε θα πλανίσουν όλες τις dούγιες και θα τις ξαναβάλουν στη θέση τους». Τέλoς, πριν τεθή εις το βουτσί ο μούστος ή έτερον υγρόν, «πρέπει να το ξετρυάσουν, δηλ. να το καθαρίσουν εκ του παλαιού υπολείμματος. Αν η τρυγιά είναι ξηρά, την διαλύουν με θερμόν ύδωρ, Αν το βουτσί είναι προ πολλού κενόν, τότε θα του αφαιρέσουν το ένα φούdι, θ’ ανάψουν φωτιάν με ρουκανίδια ή θα ρίψουν εντός αυτού θερμόν ύδωρ, μετά του οποίου έχουν συμβράσει κυδώνια ή άλλους αρωματώδεις καρπού


Διασκευασμένο απόσπασμα από :
               Δ.Οικονομίδης  Η Βαρελοποιία στη Σαντορίνη, Μ.Δανέζης Σαντορίνη 1971
Η Σαντορίνη που χάνεται επιμ. Χριστόφορος Μηνδρινός

Οι φάροι της Σαντορίνης - μια εναλλακτική επιλογή

$
0
0
Έμπνευση: Θ. Μπάμπα, Φάρος, ο ταξιδιωτικός προορισμός, 1ο Διεθνές Συνέδριο για  τον Βιωματικό Τουρισμό , IMIC Σαντορίνη 2015
«Με τη νυχτερινή κραυγή του ο φάρος τρομάζει τους ψηλούς βράχους, τους κάνει να παίζουν γιγάντια παιχνίδια που απλώνουν τις διασκεδάσεις των από τον ουρανό ως τις πολύφωνες σπηλιές για ώρες μακριά αχούν οι τεράστιες κραυγές απελπισμένων σκιών, μονάχα λόγια ηρωικά μπορούν να δαμάσουν σε ρυθμούς αυτό το υλικό αλλά οι απολαύσεις που προσφέρει στο πρόσωπο η Σαντορίνη γλήγορα αλλάζουν τα πάθη, σπούνε το κάθε  κυκλώπειο φύσημα πάνου στην πορσελάνη των βουνών πουυ ασπρίζουν τη μαύρη ομορφιά της». Νίκος Κάλας –Σαντορίνη
Στη Σαντορίνη υπήρχαν δύο φάροι. Ο γνωστός μέχρι και σήμερα Φάρος του Ακρωτηρίου και ο Φάρος της Οίας.
Ο φάρος του Ακρωτηρίου είναι ένας από τους ωραιότερους των Κυκλάδων. Κατασκευάστηκε το 1892 από τη Γαλλική Εταιρεία Φάρων. Το ύψος του πύργου του είναι 10 μέτρα. Ανακαινίστηκε το 1925, διέκοψε τη λειτουργία του στον Β΄Παγκόσμιο πόλεμο και άρχισε να λειτουργεί πάλι το 1945. Ηλεκτροδοτήθηκε το 1983 και έγινε αυτόματος το 1988. Νότια του φάρου υπάρχει αγκυροβόλιο προστατευμένο από τους βόρειους ανέμους.

Ενώ για τον Φάρο της Οίας ξεχωριστή αναφορά γίνεται στο βιβλίο του απόστρατου Πλοιάρχου του Πολεμικού Ναυτικού και σκιτσογράφου κ. Γήση Παπαγεωργίου :"Ελληνικοί Πέτρινοι Φάροι " : « Από το 1883 έως το 1967 λειτούργησε. Είχε φωτοβολία 8 μίλια. Εστιακό ύψος 115 μέτρα. Ήταν ένας Πύργος τετράγωνος στη μέση της κατοικίας των φυλάκων, ύψους 8 μέτρων. Βρισκόταν  250 μέτρα ανατολικά από το Ακρωτήρι Αμμούδι. Το 1941 καταστράφηκε από τους Γερμανούς (όπως και του Ακρωτηρίου) και λειτούργησε πάλι το 1945. Το 1967 ο φάρος κατεδαφίστηκε από ιδιωτικό φορέα και στη θέση του λειτούργησε νταμάρι.»

“Ο φάρος είναι σύμβολο της ναυτοσύνης, αναφέρει η Θεοδώρα  στο συνέδριο Imic,  οι φωτεινές περιοδικές του λάμψεις αποτελούν γλώσσα και εργαλείο για τους ναυτικούς. Κάθε φάρος μοναδικός, εκπέμπει ένα σταθερό σήμα, που σε καμία περίπτωση δεν είναι ίδιο με το σήμα άλλου φάρου της ίδιας περιοχής.
Σκοπός του είναι να επισημάνει προκαθορισμένο γεωγραφικό σημείο. Ο φάρος είναι τόπος άρα και προορισμός.
Οι φάροι βρίσκονται σε εκπληκτικές τοποθεσίες που κυριολεκτικά κόβουν την ανάσα, πολλοί από αυτούς χτίστηκαν δεκάδες και εκατοντάδες χρόνια πριν, ενσωματώθηκαν με το τοπίο και αποτελούν ορόσημα των γεωγραφικών περιοχών τους. 

Αναμφισβήτητα οι φάροι μπορούν να αποτελέσουν μία πηγή αυθεντικών εμπειριών. Οι ίδιοι, το εκπληκτικό τους περιβάλλον αλλά και η προσέγγιση τους μπορούν να χτίσουν δυνατά βιώματα. Μπορούν να αποδείξουν πώς αφού εξαιρετικά υπηρέτησαν τον κλασσικό τους ρόλο τώρα δείχνουν το δρόμο ενός νέου ρόλου αυτού του ταξιδιωτικού προορισμού. [...]

Η τουριστική αξιοποίηση των φάρων μπορεί να συνδυάσει:
1.την προστασία και διατήρηση τους
2.την ήπια αειφορική αξιοποίηση και ανάδειξη του περιβάλλοντός τους
3.την ασφαλή πρόσβαση από ξηρά, θάλασσα ή αέρα
4.την ανάδειξη της περιοχής(διαδρομές, επισκέψεις)
5.την αλλαγή νοοτροπίας των ιδιωτών και φορέων σχετικών με τον τουρισμό
6.την λειτουργία εκθεσιακών χώρων, μουσείων, πρότυπων εκπαιδευτικών κέντρων, παρατηρητηρίων, αθλητικών λεσχών
7.την εποχιακή ή ετήσια μετατροπή τους σε κατάλυμα 
8.τον σεβασμό στην ιδιαιτερότητα του κάθε τόπου 
9.την δημιουργία δικτύων και διαδρομών
10.την διαδικτυακή εκπαίδευση
11.τη συνεργασία χωρών
12.τα οικονομικά οφέλη ….” 

Mήπως ήρθε η ώρα να εμπνευστούμε από τα λόγια της και να δούμε διαφορετικά  μια άγνωστη πλευρά της ιστορίας του νησιού μας; Μήπως ήρθε η ώρα  η φωτογραφία που  κοσμεί  το τόσο σημαντικό ναυτικό μουσείο της Οίας και δυστυχώς ξεχασμένο από όλους και αφορά τον φάρο της  να γίνει κτήσμα της τοπικής κοινωνίας; Μήπως ήρθε η ώρα παρερμηνέυοντας τον Κάλα, ο «φάρος που τρομάζει τους ψηλούς βράχους.... να μην ακούει τα πάθη των αλλών αλλά εμείς να ακούσουμε την ιστορία του; 
Μήπως εν τέλει ήρθε η ώρα να ασχοληθούμε ενεργά με την προάσπιση της δικιάς μας άγνωστης τοπικής ιστορίας; 

Ο Φώτης Κόντογλου και η έκρηξη του Κολούμπου (1650) της Σαντορίνης

$
0
0

 Ο Φώτης Κόντογλου 

Ο Φώτης Κόντογλου, ένας από τους βασικότερους εκφραστές της λογοτεχνίας του 20ου αιώ., αναφέρεται στο περιοδικό Κυκλαδικά (τεύχος 3- 1956),  στην έκρηξη του 1650 του Κολούμπου   αναπαράγοντας  χειρόγραφο γραμμένο από έναν Σαντορινιό που ιστορίζει « ...εκείνον τον μεγάλον σεισμό, που ήτανε πολύ πιο φοβερός  από τον προχθεσινόν  όπως θα κρίνη όποιος διαβάσει τούτο χειρογραφο.  Το λοιπόν ευλογημένοι ακροαταί, εις του 1650, Σεπτεμβρίου 14, ημέρα Σάββατον, όπου εορτάζομεν την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, την αυτήν ημέραν λοιπόν εις τις πέντε ώρες, άρχισε να κάμη σεισμούς. Και κάνοντας  ολημερίς, εθαυμάζαμεν και πάλιν, ξημερώνοντας η Κυριακή, δεν έπαυσαν, επλήθυνον και εδυνάμωναν και εξέστημεν βλέποντες τούτο το φοβερό θεάμα. [...]  εις δε τας 26 του αυτού μηνός όπου είχαμεν την μνήμην του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, ήλθεν μία βρώμα δυνατή από τη μεριά της θάλασσης.
 Επήγαμεν εις την μέραν εκείνην όπου ήρχετο η βρώμα και είδαμεν και εφαινόντον  μια αλωνάδα (αλώνι) και ήσπριζεν ωσάν χιόνι όπου επαραξενίστημεν. [....] Εξημερώνοντας η Κυριακή, όπου είχαμεν 29 του αυτού μηνός, είδαμεν και εσηκωσεν ωσάν καπνον, μα πράγμα μέγα και εξαίσιον τολμών ειπειν, πως καθολικά (αληθινά) ηθέλησε να πάγη παραπάνω από τον ουρανό. Και επάνω εις την κορυφή του αυτού καπνού εφρόνησαν φωτιές  και έβγαιναν ωσάν λάντζες ή να είπα αστραπές και έσωναν ει τη γη. Και φοβώντας εκεόνο το μυστήριο μη μας κατακαύση, επήγαμεν μέσα εις τις εκκλησίες και ελειτουργούσαν και πολλοί  από τους λαικούς εκοινώνησαν από τον φόβων των.  Αλλά αυτό οπού εσήκωσεν, χρισταινοί μου δεν έπαυσε πλέον αλλά τόσον και επλήθυνε και εσήκωνε πέτρες και χώματα ψηλά και άλλα ανέβαιναν και άλλα εκατέβαιναν και εγροικούνταν  κτύποι περισσοί αλάργα εις της Πόλης (πρωτεύουσας) τα Καστέλια και εθαρρούσαν πως είναι αρμάτες και πολεμούσιν. [......] και επήραμεν αι ημείς τας αγίας εικόνας και εκλούθησεν όλος ο λαός, νέοι και γέροι μιρκά παιδιά. Και έχαναν τα παιδιά οι μάνες και οι μανάδες τα παιδιά εκεί που περπατούσαν και εφώναζαν όλοι μεγαλοφώνως το Κύριε Ελέησον και όλοι εζητούσαμε μετα δακρύων ο εις υπερ άλλου συγχωρέσιν. [....] ερχόμενοι εις τον Πύργο μας ανήγγειλαν πως η θάλασσα ανέβη υψηλά έως 2 μίλια και εξερρίζωσεν από την Έξω Μεράν πέτρες μεγάλες από τη θάλασσα και τις έρριξεν έξω εις τη γη και δεν άφηκε βάρκα εις καμίαν ρίβα ( ακροθαλασσιά) του νησιού, ειμή τα μόνον από την Μέσαν Μπάνταν, ηγούν από τον Πάλον ( του Ακρωτηρίου) έως τον Σκάρον. Επήρεν η θάλασσα χιλιάδων μουζουριών χωράφια, επήρε συκιές αφάνισε εκκλησιές και εξέχωσεν εις το Καμάρι και εις την Περίσσα κτίσματα ελληνικά, όπου δεν τα ήξευρε τινάς από ημάς. Και ευρέθησαν μνήματα με κόκκαλα ανθρώπινα και εμείς είχαμεν επάνω συκιές φυτευμένες  και εσπέρναμεν   και κριθάρι και εζούσαμεν και τώρα είναι έρημα πανταπάσις και δεν θωρείς άλλο εκεί. [....] 

Παναγιά του Καλού
Φώτο Αρτεμία Αργυρού 
Και τελειώνει ο Κόντογλου: « .... Επειδή η ιστορία στο χειρόγραφο είναι μεγάλη και δεν θα χωρέση στο χαρτί που έχω για γράψιμο τη συντομεύω.  Οι μύλοι δεν αλέθανε, επειδή δεν φυσούσε καθόλου αγέρας και πεινάσανε εκείνη τη χρονιά. Στις 26 Οκτωβρίου αρχίσανε πάλι οι σεισμοί. Στις 4 Νοεμβρίου ω τι ημέρα ξημέρωσε για τους δυστυχισμένους Σαντορινιούς εβγήκε από τη θάλασσα ένα σύννεφο φοβερό σαν εκείνο το άλλο και έπεσε και σκέπασε τη γη. Και κάποιοι ξωχάρηδες  ζευγάρίζανε με τα βόδια τους. Και πεθάνανε ως είκοσι από αυτούς μαζί με τα βόδια τους. Αλλά σιγά σιγά οι σεισμοί λιγοστεύανε και ησύχαζε η οργή.  Μα μπαίνοντας ο Δεκέμβρης πάλιν αρχινίσανε. Σε όλο το διάστημα η θάλασσα εφαινότανε τριγύρω στο νησί πότε κόκκινη, πότε πράσινη και μελανή  και μάλιστα μέρος όπου γινότανε το κακό η θάλασσα φαινότανε εκατό λογιών. 
Οι κακόμοιροι οι Σαντορινιοί μακαρίζανε τους πεθαμένους. Όλοι τους τυφλώθηκαν για κάποιες ημέρες ακόμα και τα ζώα. Από του αγίου Νικολάου ημέρεψε η θάλασσα και πάψανε οι σεισμοί αλλά στις 20 Δεκεμβρίου ξανάρχισε πάλι η οργη  πλην ξεθυμασμένη. Οι σεισμοί λιγοστέψανε ως που η γη και η θάλασσα ησυχάσανε τέλος πάντων. Τότες φυσήξανε καλοί καιροί τραμουντάνα και γρεγαλάκι και αλέσανε σιτάρι στους μύλους και φάγανε και δοξάσανε τον Θεο. 


Οι παραλλαγές του Κλήδονα στη Σαντορίνη

$
0
0
Tην παραμονή του Αη Γιαννιού όταν νυχτώσει ανάβουν με κληματόβεργες φωτιές, τις λεγόμενες α-φωταρίδες  τις οποίες υπερπηδουν παιδιά, άνδρες και γυναίκες που ταυτόχρονα λένε τις εξής στιχομυθίες:
Στα νότια χωριά: - σύμφωνα με τον Γ. Βενετσάνο και τα «Λαογραφικά Σαντορίνης» του τραγουδάνε:
Έλα Αη μου Γιάννη, να ακνιάσει τ’ αηδάνι
Κι όπου του πονεί να γιάνει, και του Χρόνου Αη μου Γιάννη.
Στην Απανω Μεριά  λέγανε:
Έλα Αη μου Γιάννη, να ακνιάσει το αηδάνι,
Τσ’ η Μαντηλαριά το βράδι, τσαι η Ασπρούδα το πρωί

Ο δε ακλήδονας είναι ένα είδος νεοελληνικής μαντείας που αφορά τις κοπέλλες στα χωριά επειδή δεν ασχολούνταν με σπουδές όπως οι συνομήλικες τους της πόλης , το θέμα του γάμου τους ήταν ένα από τα πρωτεύοντα. [..] Ο ακλήδονας γίνονταν με διάφορους τρόπους:
1)Ο ακλήδονας  με χαρτάκια:
Ελάτε κοριτσάκια μου καθίσετε τριγύρω
Και να μη βγάλετε μιλιά γιατί θε να σας δείρω.
   Έτσι αρχίζουν και κάθονται τριγύρω από ένα κανάτι, τα κορίτσια που θέλουν να παίξουν τον ακλήδονα και που ενδιαφέρονται να μάθουν διάφορες πληροφορίες γύρω από το γάμο.  Σε χαρτάκια γράφουν διάφορα τραγουδάκια δίστιχα ερωτικά αλλά και περιπαιχτικά, τα οποία βάζουν μέσα στο κανάτι και ανακατώνοντας τραγουδάνε:
Βάζω τον ακλήδονα με τ Αη Γιαννιού τη χάρη,
Να μ αποδείξ’ η χάρη τντου ποιός είν’ ο ριζικάρης.
Ανοίγω τον ακλήδονα που χει πολλά κρυμμένα
                              πράγματα διάφορα, Κρυφά και μπερδεμένα.

2)Ο ακληδονας με το «αμίλητο νερο»:
 Αυτό είναι νερό το οποίο παίρνει η ενδιαφερόμενη κοπέλλα κλεφτά μετά το βασίλεμα του ήλιου, από τρία σπίτια που πρέπει όμως να έχουν το όνομα Μαρία Στο διάστημα αυτό μέχρις ότου πάρει τα νερά δεν επιτρέπεται καθόλου να μιλήσει. Τα νερά αυτά τα βάζει σε ένα κανάτι που σκεπάζει με ένα πανί και το κρεμνά έξω από το σπίτι στην επίδραση των άστρων, απέναντι στον Προφήτη Ηλία.  Το πρωί πριν βγει ο ήλιος, πιάνει το νερό και βάζει στο στόμα της μία γουλιά. Έτσι περιμένει έξω στην αυλή να ακούσει κάποιο όνομα , οπότε και το όνομα αυτό θα αντιστοιχεί στον μέλλοντα σύζυγό της. Όση ώρα
περιμένει μουρμουρίζει :
Απάνω κάτω μοίρα μου να δω το ριζικό μου
 κι όποιος περάσει και διαβεί είναι ο αγαπητικός μου.
3)Ο ακλήδονας με αγγάθοι:
Παίρνουν τρία άνθη από το γαιδουράκανθα που έχουν χρώμα μωβ και τα περνούν πάνω από τη φλόγα της αφωταρίδας που ανάβουν το βράδυ στις 23 Ιουνίου . Όταν καούν λίγο τα άνθη τα δένουν με σπάγγο και να κρεμνούν μέσα στη στέρνα πάνω από το νερό.. πριν από τη διαδικασία αυτή ονοματίζουν το κάθε άνθος με το όνομα των υποτιθέμενων γαμπρών και τα σημαδεύουν με τρία διαφορετικά χρώματα κλωστή. Την άλλη μέρα το πρωί πριν βγει ο ήλιος βγάζουν τα άνθη από τη στέρνα και παρατηρούν ποιό άνθος από τα τρία επανέκτησε ξανά το χρώμα του. Συγχρόνως τραγουδούν:
Βάζω κι εγώ ακλήδονα για να σ ακληδονίσω,
Αν ίσως και μου μέλλεσαι ή να σε παρατήσω.
4)Ο ακλήδονας στη στέρνα:
Ανήμερα τ Αη Γιαννιού, ακριβώς μεσημέρι, η κοπέλλα που θέλει να μάθει αν θα παντρευτεί σύντομα, πηγαίνει πάνω από το στόμιο της στέρνας, σκύβει το κεφάλι της και το σκεπάζει μ ένα μεγάλο πανί και προσέχει αν δει καμία σκιά. Εν τω μεταξύ λέει:
Αη μου γιάννη, βοηθησε μου να δω αυτόνε που θα πάρω.....»
Φυσικά το φως της μέρας και του ήλιου σχηματίζει στην ανταύγεια του νερού κάτι ανάλογα με τη φαντασία της κοπέλλας

5)Ο ακλήδονας με τ αυγό:
Αποβραδίς τ Αη Γιαννιού παίρνει η ενδιαφερόμενη κοπέλλα το ασπράδι ενός αυγού και το βάζει σε μια μποτίλια που έχει νερό. Κατόπιν την κρεμνά απέναντι στον Προφήτη Ηλία και τραγουδά:
Βάζω τον ακλήδονα με τ ‘ Αη Γιαννιού τη χάρη,
Να μ αποδείξ η χάρη ντου ποιός είναι ο ριζικάρης.
Το πρωί πριν βγει ο ήλιος πιάνει τη μποτίλια και προσέχει να δει την παράσταση που παρουσιάζει. Συγχρόνως λέει το τραγουδάκι:
Ανοίγω τον ακλήδονα που χω κι εγώ ένα μήλο,
Που το κρυφομελέτησα για έναν άσπρο κρίνο κ.α.

6)Ο ακλήδονας με τη στάχτη
Από τη στάχτη της αφωταρίδας που άναψε το βράδυ της παραμονής του Αγίου Ιωάννου παίρνει ένα μέρος και την κοσκινίζει απέναντι από το βουνό του Προφήτη Ηλία. Συγχρόνως λέει:
 Τ Αη Γιαννιού του γυαλιστή που βάνουν τς ακληδόνοι,
Βάζω κι εγώ ακλήδονα τον άμμο χελιδόνι.
Το πρωί σηκώνεται η κοπέλλα αυγή και με αγωνία  παρατηρεί την επιφάνεια της στάχτης σιγοτραγουδώντας:
Ήβαλα τον ακλήδονα στ’ Αη Γιαννιού τη χάρη,
Και μου βγηκε πως μ αγαπά ωραίο παλληκάρι.
Χαρακτηριστικές  είναι  και  οι  μικροσυνήθειες  που  άλλαζαν   από  χωριό  σε  χωριό. Γράφει η Γουλιελμία Συρίγου  στο βιβλίο της « Η Σαντορίνη μου»:
Στο  Νιμπορειό  οι   θυγατέρες  κόβανε  την  παραμονή  δύο-τρία  αγκάθια  με  το  μπλέ  ανθό  τα  ονομάτιζαν  με  πρόσωπα  που  είχαν  κάποια  θέση   στην   καρδιά   τους,  δένοντας  χρωματιστές  κορδέλες  για  να  τα  ξεχωρίσουν κα  τα  βάζανε  κοντα  στην   πυρά. ΄Υστερα   τα  παίρνανε  και  τα  βάζανε  κοντά  στην  πυρά. ΄Υστερα τα  παίρνανε  και  τα  βάζανε  σε  βορεινό  κοντούτο  και  από  την  άλλη  μέρα  το   πρωί  όποιο  ήαν  δροσερό,  αυτόν  που  είχε ονοματίσει  ήταν   και  το  ριζικό  της.
Στο  Μεγάλο  Χωριό  πάλι   την  παραμονή  έπαιρνε  η  κοπέλα  νερό   από  τρείς   Μαρίες  χωρίς  να  μιλά,  τό  ΄  ριχνε σ΄ ένα  μπουκαλάκι  , έβαζε   και  το  ασπραδι  ενός  αυγού   μ΄ ένα  γαρύφαλλο η  ένα  τριαντάφυλλο  και  το  άφηνε  όλη  νύχτα έξω  να  βλέπει  την  ανατολή. Ανήμερα  της  γιορτής  προσπαθούσε  να  μαντέψει μέσα  από  τις   κόρδες  που  έκανε  το  ασπράδι  ποιόν  θα  πάρει. Ναυτικό  όταν  διέκρινε  καράβι    γαιδουρολάτη  αν   εκείνο   που  θωρούσε  έμοιαζε   με  κρανιά, παπά   αν  έβλεπε  σχηματισμένη  καμπάνα  η  σταυρό  και  προφεσσόρο  σαν  διέκρινε αντρική  κορμοστασιά  με   καπέλο.




υ.γ. Για την λέξη Κλήδονας διατηρήθηκε  όπως ακριβώς υπάρχει στη βασική πηγή  για την ανάρτηση αυτή δλδ στο βιβλίο του Γ. Βενετσάνου, Λαογραφικά της Σαντορίνης,  Εκδ.Βασιλόπουλος, τόμος 2ος,

Λαικοί Οργανοπαίχτες και μουσικά Οργανα στη Σαντορίνη του 1985

$
0
0
Έχοντας ως βάση το ανεκτίμητης αξίας βιβλιο « Η Σαντορίνη που χάνεται όπως τη βλέπουν οι μαθητές της Α Γυμνασίου 1985 - 1986"ταξιδεύουμε στους μουσικούς της Σαντορίνης της περιόδου 1985 . Ας τους θυμηθούμε τουλαχιστον ονομαστικά και εννοείται οτι οποιος διαθέτει υλικό από εκείνη την περίοδο είμαι στη διάθεσή του για ξεχωριστή ανάδειξη. 
"Στα  παλιότερα  χρόνια  που  το   νησί  ήταν  απομονωμένο  και  πραγματικά  δυσπρόσιτο  και  που  οι  ευκαιρίες  για  διασκέδαση ήταν  προσωπική  υπόθεση  των  κατοίκων, οι οργανοπαίχτες  ήταν  η καρδιά  των  ξεφαντωμάτων  . Η  παρουσία τους ήταν  απαραίτητη στις  ευχάριστες  στιγμές  της  ζωής   των  Σαντορινιών. Στους  γάμους  στα  βαφτίσια  στις  ονομαστικές  γιορτές,  στα  πανηγύρια  δίνανε  δυναμικά  το  παρόν  τους  και  παρασύρανε  τον  κόσμο  με  το  μπρίο  τους  σε  χορό  και  σε  τραγούδι. Οι  άνθρωποι  τότε  με  αυτόν  τον  τρόπο  διασκέδαζαν   πραγματικά, συμμετείχαν  ουσιαστικά  στο  γλέντι. Αλλά  και  στις  καντάδες  ήταν  απαραίτητη  η  παρουσία  τους.  Τα  σοκάκια  ξεχείλιζαν  απ΄ μουσική  και  τραγούδι για  την  κατάκτηση  της  καρδιάς  της  κοπέλας. 
Τα όργανα  που  χρησιμοποιούσαν  οι  Σαντορινιοί  οργανοπαίχτες  ήταν  βιολί, λαούτο,  κλαρίνο  ντουμπί, τζαμπούνα, λύρα σουραυλι.
Η  τζαμπούνα.΄Όταν  σφάζουν ένα  κατσίκι,  που ζυγίζει  12-13 κιλά, παίρνουν  το  τομάρι  του  και  το  αλατίουν  επί  μια  βδομάδα  συνέχεια. Μετά  το  κουρεύουν, δένουν  τον  πισινό  και  τον  λαιμό. Αναποδογυρίζουν   το  τομάρι,  έτσι  που   το  τριχωτό  μέρος  να  βρίσκεται  στην   εσωτερική  .  Τα  πόδια  τα  κόβουνε  μέχρι   το  γόνατο.
Στη  μία  πλευρά  των  ποδιών  βάζουν   ένα  σωληνάκι  ψιλό,  από  όπου  φυσάνε, όταν  παίζουν, ενώ  στην  άλλη   πλευρά  βάζουν  ένα  κέρατο  που  έχει  μέσα  μπιμπίκια. 
Το  ντουμπί  (είδος  τύμπανου). Συνοδεύει   πάντα  την  τζαμπούνα. Η ξύλινη  βάση  του  έχει  σχήμα   μπομέ   στρογγυλό  με  διάμετρο  40 cm  και  ύψος  20cm. Στις  δύο  κενές  πλευρές   προσαρμόζουν τομάρι  κατσίκας. Παίζεται  με  δύο  ξύλα  20cm  το   καθένα, και  το  κρατάνε συνήθως  με  το  αριστερό  μπρατσο.
Το   σουραύλι.  Είναι  κατασκευασμένο  από   χοντρό  καπνισμένο   καλάμι. 

                               Οι   λαικοί  οργανοπαίχτες   σήμερα
Οία  
 Πελεκάνος  Λευτέρης   λαούτο. Χάρης  Μανόλης,  τζαμπούνα. Καρκουλής  Βαγγέλης, ντουμπί.  Πράσινος  Μανόλης  Λαούτο.
Ημεριβίγλι.
Δρόσος  Γιώργος, βιολί. Πρέκας  Μανόλης, φλογέρα Νομικός Αντρέας, φλογέρα. Νομικός  Γιάννης, λαούτο. Σορώτος  Τζώρτζης, λαούτο. Σορώτος Γιάννης, βιολί.  Σορώτος  Γιώργος, λαούτο.  Νομικός  Αντώνης  λαούτο.  Σιγάλας  Αντώνης  λύρα.
Βουρβούλο
Πελεκάνος  Μαρκος, κλαρίνο. Πελεκάνος  Αβέρκιος  λαούτο   Καφούρος  Γεράσιμος  βιολί.
Καρτεράδος
Ρούσσος  Κωσταντης, βιολί . Φιλίσης  Βαγγέλης, λαούτο.  Σιγάλα  Γιώργος, λαούτο. Σιγάλας Γιάννης, λαούτο. Πελεκάνος, λαούτο.  Βαζαίος Στάθης, Βιολί Ρούσσος  Αυγουστής  λαούτο. 
Μεσαριά  
Φουστέρης  Θεοδόσης λαούτο. Συρίγος  Ιωάννης  λαούτο.  Ξαγοράρης  Θεοδόσης , βιολί . Καραμολέγκος  Κώστας  βιολί. Καραμολέγκος   Ματθαίος  λύρα.  
Βόθωνας
Νομικός   Μανόλης   λαούτο  και   βιολί. Σιγάλας  Ιωακείμ  λαούτο καί  Βιολί   Δανέζης  Μανόλης  βιολί.
Επισκοπή   Γωνιάς
Κυριαζής  Κώστας, βιολί.  Βάγιος, κλαρίνο.
Πύργος
Πούλης  Λεφτέρης, λαούτο . Χρυσός  Ευάγγελος, λαούτο.Φουστέρης  Γιάννης   βιολί.
Ακρωτήρι
Αρβανίτης  Σπύρος, ντουμπί. Αρβανίτης  Στάθης  Τζαμπούνα.  Αρβανίτης Φάνης, ντουμπί.
Εμπορείο
Πρέκας  Μηνάς  λαούτο.  Σιγάλας  Μιχάλης ,   κλαρίνο    Πρέκας  Σταύρος  λαούτο  ,  Πρέκας  Αντώνης   βιολί..

Το   κείμενο    για  τους  μουσικους   και  τα  οργανά   τους  έγραψε ο  Προγουλάκης   Μανόλης. "


  

Διάσημοι Θηραίοι ...αγνώστων Ηρώων : Οία

$
0
0
Ας συνεχίσουμε το ταξίδι μας  μετά τον Πύργο, τα Φηρά (ενα από όλα)  , το Μεγαλοχώρι  ( εδώ )  αλλά και στη Μεσαριά (εδώ) στα Ηρώα της Σαντορίνης και ας κατευθυνθούμε στην Οία. Το μνημείο αφιερώθηκε από τον Ματθαίο Γ Μαυρομάτη το 1930  και αναφέρει τα παρακάτω ονόματα Πεσόντες εν πολέμω : Αντ.Ν. Παπαζουγλος, Αντ. Αλ. Παράβαλος , Αντ. Ν. Καρρας, Βασίλ Γ. Μαυρομάτης, Γεώργιος Δ. Συρίγος, Γεώργ. Ι. Νομικός, Γεώργιος Δ. Πλατής, Εμμανουήλ Ν. Ποθητός, Εμμανουήλ Μ. Βλάχος Ζώρζης Δ. Χάλαρης, Ζώρζης Ν. Μπαλόπητος, Ιωάννης Π. Σιγάλας, Ιωάννης Ν. Συρίγος, Ιωάννης Ν. Συρίγος  Μαρίνος Ε. Δεωνάς, Μιχαήλ Α. Βλάχος, Νικόλαος Ι. Πιτσικάλης, Νικόλαος Ιακ. Συρίγος, Νικόλαος Π. Καίλας, Πέτρος Ε. Αρβανίτης, Σπύρος Ν. Παπάζουγλος, Τομάζος Γ. Νομικος,  Λουδάρος Ν. Καρράς, Αντώνης Ι. Χαλαρης, Γεώργιος Α. Χάλαρης, Ιωάνη Ν. Πελέκης, Ευάγγελος Μ. Κατζιλιέρης, Ειρηνικός Μ. Αλαφούζος ( 5/8/48).
Αφιερωτής Ματθαίος Γ. Μαυρομμάτης 1930
Ενθύμιον των Οιατών η στήλη αυτή εστήθη που προσεφερον στας μαχας τα πανένδοξά των στήθη.
Αν το σώμα των εχάθει η ψυχή των όμως μένει, και αθάνατον το όνομα αυτών θα παραμένη.
Επολέμεισαν γεναίως εναντίον των βαρβάρων και έπεσαν μαχόμενοι κατά τούρκων και βουλγάρων.

 Αλήθεια τι ξέρουμε για όλους αυτούς που βρίσκονται στα Ηρώα του νησιού ... το ταξίδι συνεχίζεται .... 

Ο Τρύγος στη Σαντορίνη

$
0
0
Του Ανδρέα Νομικού
Περιοδικό Κυκλαδικά – Τεύχος 3 Μάιος  - Αϋγουστος 1956
Ο τρύγος, η λεγόμενη βεντέμα, μπορεί να πει κανείς πως άρχιζε στις 6 Αυγούστου, εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Την ημέρα αυτήν κόβονταν τα ώριμα πια σταφύλια και μέσα σε καλάθια τα έφερναν στην εκκλησία για να ευλογηθούν.  [...] άλλοτε ήτο κανονισμένη η ημέρα του τρυγυτού, η επομένη της εορτής της Παναγιάς.  Αν και τότε τα σταφύλια δεν είναι ωριμα, αποφασίζεται κατόπιν κοινής συσκέψεως Αγρονόμου και Προέδρων των Κοινοτήτων, η ημέρα του τρυγητού να ποικίλει από χρόνο σε χρόνο και απο χωριό σε χωριό ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες και την τοποθεσία του χωριού.
[...] συνήθως το μέρος όπου φυλάσσονται τα βαρέλια με τα κρασιά , οι κάναβες είναι υπόσκαφα διαμερίσματα. Στη μία πλευρά σε ειδική θέση είναι η στίβα με τα βαρέλια, τις άφουρες για το κρασί. Στο βάθος ή απέναντι είναι τα πατητήρια και οι ληνοί. Χωριστό πατητήρι και λινός για τα άσπρα και μικρότερο για τα μαύρα. [...] η κάναβα θα ασπρισθεί, τα πατητήρια και οι ληνοί θα πλυθούν καλά, θα βγάλουν τα βαρέλια, τις άφουρες στην αυλή για να τα πλύνουν. Δεν τις ξεφουντώνουν. Τις τοποθετούν πάνω σε ένα στρώμα από τσίκουδιες,  [...] και τις κυλούν . βάζουν μέσα λίγο νερό και μια χοντρή αλυσίδα την ταπώνουν κι αρχίζουν να την ανασηκώνουν. Ανασηκώνοντάς την, φροντίζουν λίγο λίγο να την γυρίζουν. Έτσι το βαρύ σίδερο  χτυπώντας τα πλευρά του βαρελιού τα καθαρίζει . το πρώτο νερο βγαίνει μαύρο και πηχτό. Είναι το φετσόνερο ... ύστερα από λίγα πλυσιματα βγαίνει πεντακάθαρο.  [..] όταν τοποθετούν την άφουρα στη στίβα την απολυμαίνουν . ανάβουν ένα φυτίλι ποτισμένο με θειάφι το κρεμούν μέσα στη βαρέλα και την ταπώνουν. Ύστερα από λίγες ημέρες, το βούλωμα αερίζεται και είναι έτοιμη να δεχτή τον αγνό χυμό του σταφυλιού.



[...] όταν έρθει η κατάλληλη εποχή από την παραμονή το βράδυ θα μεταφέρουν στο αμπέλι τα κοφίνια  που θα τα γεμίσουν με σταφύλια. Είναι το λεγόμενο κοφίνιασμα. Το πρωί της επομένης με το γλυκοχάραμα αρχίζει ο τρύγος. [...] στο αμπέλι οι άντρες , γυναίκες και τα παιδιά, οι τρυγητάδες κόβουν τα γλυκόχυμα σταφύλια μέσα σε γέλια, τραγούδια και πειράγματα. Οι άντρες φορούν το «σκειάδι» ή τον «κούκο» και για να έχουν περισσότερη δροσιά έχουν στο κεφάλι πλεγμένο στεφάνι από κληματόφυλλα. Οι γυναίκες, ιδίως οι κοπέλλες με το πρόσωπο σκεπασμένο με ένα μαντίλι και στο κεφάλι ψάθινο καπέλλο.
Οι Θηραίοι γεωργοί έχουν ένα ιδιόρρυθμο μαχαίρι εγχώριου κατασκευής τη «φερεντίνα» κατάλληλο για τις γεωργικές τους δουλειές μα κι απαραίτητο για κάθε χρήσι. Η φερεντίνα κατασκευάζεται στη Θήρα. Το λεπίδι του μαχαιριού από φτηνό μεταλλο έχει σχήμα μισοφέγγαρο σαν μικρό δρεπάνι. [...] το μεσημέρι με το άκουσμα της καμπάνας του Μοναστηριού του Προφήτη Ηλία, σταματούν τη δουλειά τους σ ένα απόσκειο ή κάτω από μια συκιά για να αρχίσουν το φαγητό.  [...] το φαγητό της βεντέμας ήταν μπακαλιάρος με πατάτες , πατάτες γιαχνί, σκορδομακάρονα, λαδομανέστρα ( ζυμαρικό, συνήθως τα τρίματα των μακαρονιών, χοντρά ψιλά, όλα μαζί βρασμένα σε τσιγαρισμένα κρεμμύδια) , φάβα ελιές κ.λ.π.
Το βράδυ μετά το ηλιοβασίλεμα οι τρυγυτάδες γυρίζουν στο χωριό. Μένουν μερικοί στο αμπέλι για να φυλάγουν τα κοφίνια και για να ετοιμασουν το πρώτο φόρτωμα. Οι άλλοι γύρίζουν στο χωριό. Είναι εύθυμοι γιατί θα ξεκουραστούν στο σπιτικό τους . [..] περνώντας από τους δρόμους του χωριού σκορπίζουν την ευθυμία και τη χαρά.
Εκείνοι που θα μείνουν στο αμπέλι, ύστερα από το φαγητό και το κρασί , αρχίζουν το τραγούδι. Θα βρεθεί κάποιος που θα ξέρει σουραύλι, κλαρίνο ή τσαμπούνα κι αρχίζει η ξεφάντωση κάτω από το αυγουστιάτικο φεγγάρι και τον εναστρο ουρανό .
Γραφικοί τύποι του τρυγητού είναι οι «καμπανολοοι» πρόκειται για παιδιά φτωχά μα και μεγάλα που όταν πια το αμπέλι τρυγηθεί και μείνει ξέφραγο, μπαίνουν και ψάχνουν τα κλήματα ελπίζοντας να βρουν κανένα σταφύλι ξεχασμένο καθως το χουν σκεπάσει τα φύλλα. Τρέχουν μέσα στο αμπέλι  χώνονται μέσα στις αμπελιές και με προσοχή και μανία παραμερίζουν κλαδιά και φύλλα για να βρουν το μικρό τσαμπί κι όταν το δουν και το κόψουν βγάζουν φωνές χαράς. [...]
Τα σταφύλια πια έχουν ήδη μεταφερθεί στην κάναβα. Αλλα είναι ένας λόφος μέσα στο πατητήρι  κι άλλα είναι απλωμένα στις λιάστρες να ψηθούν λίγο για να βγάλουν το γλυκό κρασί το βισάντο της Θήρας.
Θα ήταν άδικο να μην πούμε και μερικα λόγια το πάτημα των σταφυλιών. Η εντατικότης της δουλειας μεταφέρεται στην κάναβα όπου στα πατητήρια στιβασγμένα σε σωρούς τα σταφύλια, περιμένουν τους πατητές. Άλλη πάλη ιεροτελεστία αυτή με το πάτημα των σταφυλιών. Οι πατητάδες με καθαροπλυμένα πόδια σκουπισμένα κι ανασηκωμένα τα μπατζάκια των παντελονιών ρυθμικά με το χέρι πίσω στις πλάτες τους πατουν τον καρπό του αμπελιού. [...] ανάλογα με τον τρόπο κατασκευής το πάτημα και το ανάμιγμα των σταφυλιών βγαίνουν οι διάφορες ποικιλίες των πασίγνωστων κρασιών που περιμένουμε με ανυπομονησία να πιούμε να ευθυμίσουμε και ν
α ξεχασουμε προσωρινα τα βάσανα του κόσμου και του νησιού μας, τις καταστροφές του νησιού που αλοίμονο παρ ολες τις φιλότιμες προσπάθειες δεν προκειται να ξαναχτιστεί όπως ήτανε πριν, όμορφο χαρούμενο και εξωτικά συνάμα




"Πολλοίς συνεχόμενοις πειρασμοίς...."

$
0
0

 
«Πολλοίς συνεχόμενοις πειρασμοίς...» οι γεροι ψαλτάδες με τις βιβλικές μορφές, σκυμμένοι με μεγάλη αφοσίωση πάνω στο ψαλτήρι γέμιζαν την ευρύχωρη εκκλησιά με τις γλυκές ψαλμω δίες τους προς την Παρθένο και οι μελωδίες αντιλαλούσαν στους θόλους και έβγαιναν από τους χρωματιστούς φεγγίτες κάτω από τον τον Παντοκράτορα για να τις πάρουν οι αιθέρες ψηλά στα ουράνια " ... γράφει ο Μάρκος Αβέρκιος Ρούσσος. Και πως να μην πάρουν οι αιθέρες τις μελωδίες όταν σε όλη τη Σαντορίνη τιμάμε ξεχωριστά την Κοίμησή Της: από την Κερα - Πισκοπή μέχρι και την Παναγιά στο Ακρωτήρι, και από το Άγιο Θεοτοκάκι μέχρι την Κοίμηση στο Μεγαλοχώρι και τη Μεσανή στο Εμπορείο, από τις 4 Παναγιές αφιερωμένες στην Κοίμηση στην Οία ( μέσα, έξω Παναιδάκι, και του Αγγελάκη), από την Παναγιά του Καλού που τόσο ευλαβικά στέκεται σιμά στο ηφαίστειο του Κολούμπου, μέχρι και την Παναγιά των Αγίων Θεοδώρων ( καθολική) αλλά και την Παναγιά την Κόκκινη και φυσικά την Παναγιά τη Τρυπητή της Θηρασιάςή Κερά Παναγιά, το άγνωστο μοναστήρι αλλά και τόσες άλλες.  Κάθε ναός και μία ιστορία κάθε γλέντι και μια ξεβάρεση ... . Και του Χρόνου

Προσκύνημα στην Περίσσα

$
0
0


Είναι πολλά που έχουν γραφτεί για την πανσεβάσμια εκκλησία του Τιμίου Σταυρού της Περίσσας Τι για το όραμα του Γεράσιμου Βαιλα το 1836 όπου βρήκε στο χωράφι του τις δύο εικόνες και μάρμαρα απο παλαιό ναό, τι για τον περίφημο πρωτομάστορα της Περίσσας Μπατζάνη , τι για την κλεψιά της εικόνας  της Παναγιάς τι για το μέχρι και σήμερα ξεχωριστό πανηγύρι της, τι για το σχήμα  της που  μοιάζει με τη γούρνα του αγιασμού της Μονής του Προφήτη  και τόσα άλλα.
Σήμερα όμως λίγο πριν το πανθηραϊκό  προσκύνημα θα σταθώ και θα σας μεταφέρω σε δύο περιγραφές  της πίστης των κατοίκων για τον ναό αυτό. Και όχι μόνο για την εορτή της υψώσεως  του Τιμίου Σταυρού αλλά και για την εορτή της Ζωοδόχου Πηγής .
Για την εορτή του Σταυρού γράφει ο Φίλιππας Κατσίπης στο «Χρονικό της Περίσσας»,:  ... [...] Καματερη και σκόλη προσκυνητές από όλο το νησί κατεβαίνανε στην Περίσσα να προσκυνήσουνε κι απ όλα τα χωριά και γύρω νησιά ακόμη φέρνανε ασθενείς στη Χάρη Της . οι πιότεροι πάλι από τους προσκυνητές είταν οι απανωμερίτες που κατεβαίνανε με τις καβάλλες από την άλλη άκρηα του νησιού αποβραδίς και  ξεμονεύανε.  Μπαίνανε στο επιτροπικό και στα κελλάκια με τις κουμπάνιες τους κι αφου συσταμονίζανε τα πράματα τους και κανονίζανε τα του ύπνου τους ένας ένας τους πήγαινε  στον παπά να ξαορευτεί. Την ταχυνή αγροικούσανε τη λειτουργιά και μεταλαβαίνανε. Κι ύστερις μπλάζανε στον άμμο και περνούσανε την μέρα τους με χαρές και τραγούδια.

Ενώ συμπληρώνει ο Μάρκος Αβ. Ρούσσος στα «Λαογραφικά της Σαντορίνης».... Το  ηλιόβγαλμα  μας  πρόκαμε   μπροστά    στην  εκκλησιά  που   πηγαίναμε  προσκυνητές  στην  μεγάλη  γιορτή της. ΄Ένα  ασκέρι  από  καβαλλάρηδες   και  πεζούς  τραβούσαν  το  δρόμο  που  έβγαινε στην  πεντάτρουλλη  Περίσσας. Σ΄ αυτή  την  ιερή   γωνιά  της   Σαντορίνης   φτάνανε  ντάιμα  απ΄ όλα  τα  χωριά  οι   προσκυνητάδες,   γέροι ,  νιοι  και  μωρομάννες   μετα   λοχόνια   στην   αγκαλιά   τους  αρρωστημένοι  και   μισεροί  ,  που    όλοι   πήγαιναν  να  λουστούνε  στα  θεία   νάματα  της  Ζωοδόχου  Πηγής  της.   Χωρικοί   δουλευτάδες  του  κάμπου,  άνθρωποι  σπουδασμένοι  και  αφεντάδες  γινότανε  μιάδι  και   μπροστά   στο  Αγίασμα  περίμεναν  την  σειρά  τους   για  να  πιούνε  από  το   ίδιο κεχριμπαρένιο  αγλιστήρι  το  θαυματουργό     νερό   που  ανάβλυζε  από  την  πηγή  της.  Ατέλειωτη  η   βιβλική  πορεία  κατηφόριζε  από  τον  παληό   δρόμο  για  να   βρεθή  στο  μεγάλο   πανηγύρι. Κοπέλλες  με  αραχνούφαντα    ρένια  στο  κεφάλι  και   άλλες   με  λουλακιές  κορδέλλες  στα μαλλιά  τους    ερχόταν    καβαλλάρισες πάνω  σε  ψηλά  μουλάρια   στολισμένα  με  πολύχρωμα  χράμια  ,   αστραφτερά  κουδούνια   και   χάνδρες  με   κοχύλια   του  γιαλού, φούντες  γαλάζιες   κόκκινες, κίτρινες, γαρυφαλλένιες   και   λογής  - λογής  στολίδια   , ενώ  ξοπίσω  τις  συνόδευαν οι   νιοί  ντυμένοι  με  τις  πεντακάθαρες ντρίλινες  φορεσιές   τους.  Από  μεσαρικά  και  από  ρυμίδια  ακλουθούσαν  οι  γρηές  και  οι  σακάτηδες  που   δεν  πρπλάβανε  και  πάνε  αποβραδύς  στα  σπερνά,  για  να   ξεμονέψουν  χάρι  Της  πλάι  στο  κόνισμά  Της. Σαν  έμπαινες  μέσα  στην  εκκλησιά  της  Περίσσας  έβλεπες  την  παρουσία  του  Θεού  ολόφωτη  και  ολαλήθινη. Οι  εικόνες  της Ζωοδόχου  και  του   Σταυρού  ήτανε σκεπασμένες  από  ασημικά  και  μλάματα  και  πλάι  σ΄ ένα  μακρόστενο  ύφασμα  εκρέμονταν   παμπάλαια  ασημένια   πόδια, χέρια,  μάτια  και   άλλα  τάματα  των  πιστών  που  παρίσταναν  αρρωστημένα  μέλη  προσώπων   της  αγαπημένης   τους  φαμελιάς, η  ακόμη  έβλεπες  ασημένια στρατιωτάκια, που  τα  είχανε  τάξει  οι  μανάδες  στη  χάρη Της, για  να  γυρίσουν  τα  παιδιά  τους   από    τους   πολέμους.  Δύο   χονδροπάτηρα  κονδύλια  έκαιαν  ακοίμητα   το  ένα   μπροστα  στην  εικόνα  του  Σταυρού  και τ΄    άλλο  της  Ζωοδόχου   και   το   φώς  τους   ανάκατο   με  το  φώς   των  κεριών  έκανε  τα  χρυσαφικά   και τα΄ ασήμια  ν΄ αστράφτουν  μέσα  στο   σύθαμπο   της   ευρύχωρης  εκκλησιάς  .
Εκείνο   το   Θρησκευτικό  πανηγύρι   της  Ζωοδόχου  Πηγής  της   Περίσσας  ήταν  μια   ιδέα  ένας  ύμνος   μία  πρωτόγνωρη  πίστη  μια   μουσική  που  έβγαινε  από  τις  παλλόμενες  από   ευλάβεια   χορδές  της  ψυχής  εκείνων  των  αγιασμένων  ανθρώπων. ΄Εσκιζε  τον  αγέρα  και  ανέβαινε  ολοίσια  στους  αιθέρας  για  να  φθάση  σαν   ευχαριστήριος  ύμνος   αρωματισμένος  με  το   μοσχολίβανο  της   θυσίας  στο  θρόνο  του  Πλάστη. Είμαι  βέβαιος  πως  εκείνοι  οι  άνθρωποι  έφυγαν  από  αυτόν  τον  κόσμο  αγιασμένοι  καθαροί  άκακοι  και   ούτε  τα  όργανα   όπως  πιστεύουν  μερικοί μήτε  ο  ταβλάς  του γλυκατζή    που  πουλούσε  ζαχαρωτά  στα  βρέφη  τους  έφραξε   τον   δρόμο  του  παραδείσου. Αλλά  οι  άνθρωποι  έρχονται  και   φεύγουν  όμως  το  πανηγυρι  της  Ζωοδόχου  Πηγής της  Περίσσας  και  κάθε  άλλο  πανηγύρι  θα  παραμείνη  και  θα  γιορτάζεται  αιώνια, όπως   το  θέλει  η  παράδοσις  όπως  το   απαιτεί  η   ιστορία   της  Σαντορίνης   όπως  το  γράφει  η  διαθήκη   των  προγόνων  μας  όπως   μας  το  έδωσαν  οι  αιώνες 

Και του Χρόνου !! η εκκλησία αυτή δεν είναι μόνο ένα μνημείο πίστης... είναι ένα μνημείο ξεχωριστής  ιστορίας 

Για το σχέδιο της Περίσσας διαβάστεεδώ 

Σεπτέμβριος στη Σαντορίνη

$
0
0
Του Αντώνη Σιγάλα 
 Μικρό παιδάκι πέρασα ένα Σεπτέμβριο στη Σαντορίνη. Είχαμε πάει να δούμε την προγιαγιά, τη μία και μόνη φορά που την είδα. Βγήκε στην πόρτα του μεγάλου σπιτιού της στην Οία, δίπλα από την Παναγιά την Πλατσανή, ντυμένη στα μαύρα, και μας κοίταζε ενώ η μάνα μου προσπαθούσε να της εξηγήσει ποιος ήμουνα. Μερικές τρίχες στο πηγούνι της, από αυτές που χαρακτηρίζουνε τους γέρους, και μερικά σπόρια από ντομάτα στην ποδιά της είναι αυτά που μου τη θυμίζουν κάθε φορά που προσπαθώ να φέρω την εικόνα της μπροστά μου.
Είχε ένα απέραντο φως εκείνος ο Σεπτέμβριος, αλλά και ένα σκοτάδι που με γέμιζε τρόμο. Το αεροδρόμιο ακόμα δεν είχε γίνει, ενώ η μεριά της Καλντέρας ήταν γεμάτη από χαλάσματα από το μεγάλο σεισμό του 1956 που ισοπέδωσε το χωριό.
Κάθε πρωί παίρναμε το κεντρικό μονοπάτι για να κατεβούμε κάτω στην Αρμένη, το λιμάνι που κάναμε «τα μπάνια». Το Αμμούδι ακόμα δεν υπήρχε στο χάρτη, δεν υπήρχε δρόμος αμαξωτός και εγώ πιασμένος από το χέρι της μάνας μου παρατηρούσα τα μεγάλα πέτρινα σκαλοπάτια, τα γεμάτα με τις καβαλίνες των γαϊδάρων που ανεβοκατέβαιναν όλη την ημέρα, και τρόμαζα από τη μεγάλη διαφορά της κλίμακας σε σχέση με το δικό μου μικρό μέγεθος.
Παντού έβλεπες φραγκοσυκιές να κρέμονται. Τα «φαραόσυκα», γεμάτα χυμό, ήταν ο λόγος που μιαν άλλη φορά, όταν ακόμα ήμουνα ακόμα πιο μικράκι, πέρασα ένα ολόκληρο βράδυ με τη γιαγιά μου στο σπίτι της Αθήνας να καθαρίζουμε από τ’ αγκάθια μια ολόκληρη σακούλα από δαύτα που μας έστειλε πεσκέσι η θεια μου η Μαριγούλα, η αδερφή του πατέρα μου. Η γιαγιά μου ακούραστη και παλιάς σχολής, καταγινόταν με δουλειές του σπιτιού όλη την ημέρα, κι όταν δεν είχε τι να κάνει, έπαιρνε τις σακούλες του αυγουλά, αυτές τις χάρτινες που βάζαμε μέσα τα αυγά, και τις δίπλωνε σχολαστικά, τις έβαζε κάτω από το μαξιλάρι της καρέκλας που καθόταν στην κουζίνα, μια καρέκλα παλιά σαντορινιά ξύλινη τοποθετημένη σε δεσπόζουσα θέση στο κέντρο της κουζίνας έτσι ώστε να δείχνει ποια ήταν η κυρία του σπιτιού, και τα έκανε «κωλοσίδερο». Δηλαδή καθόταν πάνω στο μαξιλάρι και αφού σηκωνόταν, συνήθως μετά από πολλές ώρες, οι σακούλες του αυγουλά ήταν ίσιες σαν καινούργιες. Τις έπαιρνε μετά και τις χρησιμοποιούσε για άλλα πράγματα, ή… δεν τις χρησιμοποιούσε ποτέ, ήταν απλώς το φετίχ της. Για μήνες μετά βρίσκαμε κάτω από τις καρέκλες ισιωμένες χαρτοσακούλες. Τα φαραόσυκα πάντως από το πεσκέσι της θειας μου ήταν άνοστα. Δοκίμασα μια φορά και μπήκαν τα αγκάθια τους στο πρόσωπό μου και έβαλα τα κλάμματα. Δεν ξαναδοκίμασα έκτοτε.
Οι μυρωδιές εκείνου του Σεπτεμβρίου ήταν μια μεγάλη εμπειρία. Μυρίζανε τα πάντα. Πρώτα πρώτα μύριζαν τα σπίτια. Η υγρασία της Οίας πότιζε την ελαφρόπετρα, που χρησιμοποιούνταν τότε ως οικοδομικό υλικό και υπήρχε ενσωματωμένη σε όλους τους τοίχους, ενώ αργότερα, με την επικράτηση του τσιμέντου έγινε το υλικό με το οποίο κύριοι και κυρίες ξύνουνε τις φτέρνες των ποδιών τους όταν ξεραίνονται από τη θάλασσα. Οι τοίχοι μύριζαν αρμύρα και η ζέστη μέσα στα σπίτια ήταν αφόρητη από το πορώδες υλικό.
Ζούσαμε μέσα σε ένα σπίτι που έδινε την εντύπωση από τη μυρωδιά και μόνο, ότι τις νύχτες έπλεε μεσοπέλαγα, παρέα με τις τράτες που έβγαιναν για ψάρεμα, ανάμεσα στην Καλντέρα και τη Θηρασά. Ιδρώναμε στον ύπνο μας και για να πάρουμε λίγο αέρα βγαίναμε έξω στο «δροσό», να μας χτυπήσει η βραδινή αύρα.
Έπειτα μυρίζανε τα σταφύλια. Πάνω στα κοφίνια, μέσα στην πιατέλα, μέσα στη γυάλα που είχανε γίνει γλυκό, ή ακόμα και στις κάναβες, τα μεγάλα πατητήρια όπου καταλήγανε τα κοφίνια με τα πράσινα και μαύρα σταφύλια για να τα πατήσουν και να γίνουν κρασί, το σαντορινιό κρασί, που μετά ταξίδευε ως εμπόρευμα σε ολόκληρο το κόσμο.
Ακόμα μύριζε η θάλασσα, απέραντη και γαλάζια μας περιέβαλλε και μας καθόριζε. Μια φορά με το μπαμπά μου βγήκαμε για ψάρεμα. Από το πρωί μέχρι το απόγευμα πιάσαμε λίγα ψαράκια, τόσο λίγα που δεν γέμιζαν ούτε ένα τηγάνι για να φάμε για μεσημέρι. Μπροστά στην ήττα της ανεπάρκειάς του ως ψαρρά, ο πατέρας μου, αθεράπευτος τσιγκούνης παρόλα αυτά, αποφάσισε να τα πετάξει πίσω στη θάλασσα να τα φάνε τα άλλα ψάρια. Έτσι έκανε την καλή του πράξη προς τη φύση κι ας μείναμε το μεσημέρι νηστικοί, δεν πείραζε. Ψάρια δεν ήθελες; Ψάρια θα σε πάω να φας. Και πήγαμε και φάγαμε στην ταβέρνα του Θεοδόση, πάνω στην Καλντέρα, που είχε λίγο τσιμπημένες τιμές, γιατί όπως λέμε καμιά φορά «αν δεν κλέψουμε και τους συγγενείς δεν κάνουμε δουλειά», αλλά εμείς φάγαμε μαρίδες και τη βγάλαμε φτηνά.
Κάποια στιγμή έκανε ένα σεισμό. Ξεκίνησε με βουητό και μετά άρχισε να κουνάει, εγώ δεν κατάλαβα και πολλά, αλλά οι άλλοι κουνηθήκανε φαίνεται πολύ, γιατί άρχισαν να τρέχουνε στα χωράφια. Ο κόσμος είχε ακόμα νωπές τις μνήμες από την καταστροφή του 1956 και με το παραμικρό ήταν ικανός να παρατήσει το βιος του για να γλυτώσει. Η πλατεία μπροστά από την Παναγιά είχε γεμίσει κόσμο κι εγώ καθόμουνα και παρατηρούσα τα αλλόκοτα φουστάνια των γυναικών, που μερικές είχανε βγει με την ποδιά που φορούσαν όταν έκαναν δουλειές στο σπίτι και με τα χέρια γεμάτα λάδια ή υπολείμματα από τρόφιμα, καθώς ήταν η ώρα που μαγείρευαν για το μεσημεριανό φαγητό. Αρνιόμουν να το κουνήσω ρούπι. Έβαλα τα κλάμματα γιατί μου άρεσε να μείνω εκεί και τελικά η επιθυμία μου εισακούστηκε. Κάτσαμε μπροστά από την Καλντέρα, όταν όλοι οι άλλοι είχαν φύγει και απολαμβάναμε μεσημεριάτικα τη σιωπή σε ένα ερημωμένο χωριό, που θύμιζε φάντασμα.
Ο Σεπτέμβριος στη Σαντορίνη είναι μήνας γιορτής. Μια ο Άγιος Σώστης, μια η κυρά Παναγιά, που γιορτάζουν κολλητά, 7 και 8 Σεπτεμβρίου, δίνουνε χαρά στους θρησκευόμενους και στις κουτσομπόλες, που πάνε και στέκονται από νωρίς έξω ή μέσα στο ναό και σχολιάζουν στα μουλωχτά κάθε γνωστό ή άγνωστο μέχρι τελικής πτώσεως. Συνήθως είναι δυο μαζί, η μια κόβει η άλλη ράβει. Από την πολλή τους την πρεμούρα να μάθουνε και να σχολιάσουνε αλλά να μην τις πάρουνε χαμπάρι, πιάνεται το χέρι τους να σταυροκοπιούνται μέσα στην εκκλησία, γιατί πάνω από όλα είναι η υπόληψη της θεοσεβούμενης.
Εμένα με είχανε βάλει να κάνω το παπαδάκι, πρώτη και μοναδική φορά στη ζωή μου. Με ντύσανε με κάτι μακριά ράσα, μαύρα κι άραχλα και μου δώσανε ένα μεγάλο κοντάρι να κρατάω, που πάνω είχε ένα σχέδιο. Μόνο που δεν ήξερα τι να κάνω, δεν το είχα ξανακάνει ποτέ και κανείς δε μου έδωσε οδηγίες. Μπροστά στο να γίνω ρεζίλι στον κόσμο που κοιτούσε, αποφάσισα να κάνω ό,τι κάνανε κάτι κωλοπετσωμένα μούλικα που τα είχανε βάλει κι αυτά. Δεξιά πηγαίνανε αυτά, δεξιά κι εγώ. Ζερβά αυτά, ζερβά κι εγώ. Κάποια στιγμή τα είδα να πηγαίνουν και να στέκονται γύρω από το μεγάλο τραπέζι, την Αγία Τράπεζα, (όλα αυτά συνέβαιναν μέσα στο ιερό αλλά φαινόμασταν από την ανοιχτή πόρτα) και να μετακινούνται κρατώντας τα κοντάρια τους κυκλικά.
Άρχισα κι εγώ να κάνω το ίδιο. Πήγα και στάθηκα ανάμεσά τους και αρχίσαμε να κινούμαστε σαν τους δείκτες του ρολογιού προς τα δεξιά. Κάποια στιγμή φαίνεται ότι εγώ αφαιρέθηκα και δε μετακινήθηκα, γιατί αμέσως μετά κοπάνησα το κοντάρι μου με το κοντάρι ενός αντιπαθέστατου σκατού που από την αρχή με κοίταζε στραβά και σκάλιζε τη μύτη του. Ακούστηκε ένα δυνατό γκουπ και μετά πέσαμε επάνω στον παπά που κρατούσε το θυμιατό και γίναμε χάλια από τις στάχτες. Θυμάμαι το οργισμένο βλέμμα του όταν του σπάσαμε το θυμιατό. Συνέχιζε να ψέλνει, γιατί πάνω από όλα σημασία έχει η παράσταση και να μην καταλάβει τίποτα ο κόσμος, όπως κατάλαβα αργότερα όταν ασχολήθηκα με το θέατρο. την παράσταση ό,τι και να γίνει, δεν τη σταματάς. Βρήκε μια παύση μόνο και μου ψυθίρισε «θα σε ακοτώσω»! Μετά βγήκε έξω σα να μη συνέβαινε τίποτα και συνέχισε να ψέλνει τον εξάψαλμο. Εγώ από τη ντροπή μου εκείνο το βράδυ δεν έφαγα και είχα μονίμως κατεβασμένο το κεφάλι.
Την άλλη μέρα φύγαμε για την Αθήνα με το πλοίο. Τότε το πλοίο έπιανε και στην Οία και στα Φηρά, ακόμα το λιμάνι του Αθηνιού δεν είχε γίνει. Κατέβαζε τον κόσμο με τις λάντζες και τους ανεβάζανε με τα γαϊδούρια από το μονοπάτι. Μόνο σαν μακρινή ανάμνηση θυμάμαι ότι περιμένανε πώς και πώς να τελείωνε η κατασκευή του αεροδρομίου που άρχισε να λειτουργεί την επόμενη χρονιά και θα έφερνε «τσι τουρίστες». Στη Σαντορίνη έκανα 17 χρόνια να ξαναπάω

Λουκάς Ν. Νομικός ( 1886 - 1969) ... ο Πειραιώτης

$
0
0


Σίγουρα πολλοί θα απορήσουν διαβάζοντας τον τίτλο «μα αφού ο Λουκάς Νομικός ήταν Σαντορινιός, πως τον χαρακτηρίζουν Πειραιώτη;». Αδιαμφισβήτητα, ο Λουκάς Νομικός ήταν ένας από τους πιο καταξιωμένους Σαντορινιούς εφοπλιστές και η προσφορά του στην Ελληνική Ναυτιλία είναι γνωστή σε όλους. Ουδέποτε ξέχασε το νησί και ειδικά την γενέτειρα του Οία την οποία βοήθησε πολλάκις και το όνομα του έχει δοθεί πλέον σε ένα από τους κεντρικότερους δρόμους του χωριού.
Όμως όπως  οι Οιάτες είναι περήφανοι για τον Λουκά Νομικό, το ίδιο εξίσου περήφανοι είναι για αυτόν και οι Πειραιώτες. Και όταν λέμε «Πειραιώτες» δεν εννοούμε μόνο τους Σαντορινιούς στην καταγωγή που έχουν εγκατασταθεί στον Πειραιά.
Θα κάνουμε λοιπόν ένα μικρό ταξίδι στο πρώτο λιμάνι της χώρας για να γνωρίσουμε μια άγνωστη -για εμάς εδώ στην Σαντορίνη- πτυχή της ζωής του Λουκά Νομικού:την ζωή και την δράση του στον Πειραιά. Όχι όμως σαν εφοπλιστής, αλλά σαν δημότης, πολίτης και μόνιμος κάτοικος αυτής της πόλης.

Ο Λουκάς Νομικός γεννήθηκε στην Οία το 1886, γόνος καραβακυραίων του χωριού καθώς πατέρας του ήταν ο καπετάνιος Νικόλας Νομικός και εξαδέλφη του η μετέπειτα εφοπλίστρια Καδιώ Νομικού-Σιγάλα.  Ακολουθώντας την ναυτική παράδοση της οικογένειας του, σε εφηβική ηλικία έφυγε από την Οία στα τέλη του 19ουαιώνα και εγκαταστάθηκε μόνιμα στον Πειραιά όπου δραστηριοποιήθηκε στην νεόφερτη τότε ποντοπόρο ναυτιλία. Μέσα σε σύντομο διάστημα είχε αναδειχθεί ένας από τους πιο γνωστούς Έλληνες εφοπλιστές της εποχής αλλά και ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα πρόσωπα της Πειραϊκής κοινωνίας.


Η σχέση του με τον ναό του Αγίου Σπυρίδωνα

Κατοικούσε στο κέντρο του Πειραιά πολύ κοντά στον ναό του Αγίου Σπυρίδωνα στην ενορία του οποίου ανήκε πλέον ως δημότης,  ενορίτης,  μέλος του εκκλησιαστικού συμβουλίου για πολλά χρόνια αλλά κυρίως μέγας ευεργέτης του ναού καθώς είχε συμβάλει οικονομικά πάρα πολλές φορές σε αναστυλώσεις.  Το εκκλησιαστικό συμβούλιο του ναού έχει τιμήσει εδώ και πολλά χρόνια τον ενορίτη του Λουκά Νομικό για τις οικονομικές του ευεργεσίες και την μακροχρόνια προσφορά του στον Άγιο Σπυρίδωνα με το όνομα του να κοσμεί πρώτο, εδώ και δεκαετίες, τη λίστα των «Μεγάλων Ευεργετών» του ναού στην μεγάλη μαρμάρινη πλάκα δεξιά της εισόδου σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, τιμής και αναγνώρισης στο πρόσωπο του.  Και παρότι έχουν περάσει σχεδόν 50 χρόνια από τον θάνατο του, οι δεσμοί της οικογένειας Νομικού με τον ναό του Αγίου Σπυρίδωνα συνεχίζουν σαν αέναο σκοινί που συνδέει το παρελθόν με το παρόν της. Πρόσφατο γεγονός στις 29 Δεκεμβρίου 2015 όπου τελέστηκε στον ναό η νεκρώσιμος ακολουθία του γιου του, Δημήτρη Νομικού σε ηλικία 91 ετών.

Και κάτι που οι νεότεροι στην Οία ίσως αγνοούν: ως γνωστόν ο Λ.Ν. υπήρξε ο ιδρυτής του συλλόγου των Οιατών στον Πειραιά το 1919 και πρόεδρος μέχρι και το θάνατο του. Τα γραφεία του συλλόγου στεγάζονταν στην οδό Καραΐσκου,εντός των ορίων της ενορίας του Αγίου Σπυρίδωνα. Την εποχή εκείνη λοιπόν το τότε εκκλησιαστικό συμβούλιο του Αγίου Σπυρίδωνα –σε ένδειξη τιμής στο πρόσωπο του Λ.Ν- φύλαγε  τιμητικά την σημαία-λάβαρο του συλλόγου των Οιατών του Πειραιά ολοχρονίς μέσα στο ναό για πάνω από τέσσερις δεκαετίες, γεγονός που το αναφέρει και η Καδιώ Κολυμβα στο βιβλίο της «Οία, τόπος και ιστορία»:  «…Οι παλιότεροι Οιάτες θυμούνται πως την παραμονή της εορτής (Πάσχα) έφτανε με το βαπόρι στην Αρμένη η σημαία του συλλόγου που φυλασσόταν στον Άγιο Σπυρίδωνα του Πειραιά. Εκεί εκκλησιάζονταν οι Οιάτες του Πειραιά. Εκείνη την ημέρα όλο το χωριό κατέβαινε στην Αρμένη για να υποδεχτεί τη σημαία…».

Δημοτικός Σύμβουλος του Δήμου Πειραιά

Αλήθεια, πόσοι γνωρίζετε ότι ο Λουκάς Νομικός  -ανά περιόδους-  από το 1925 έως το 1959 είχε διατελέσει  Δημοτικός Σύμβουλος στο Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Πειραιά;Στο site   http://dimitriskrasonikolakis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_27.html διαβάζουμε:



«Θεοφάνεια 1959. Μπροστά από το Ρολόι. Ήταν όλοι δημοτικοί σύμβουλοι επί δημαρχίας Δημητρίου Σαπουνάκη από Μάρτη του 1955 έως Ιούνιο του 1959. Από αριστερά στα δεξιά βλέπουμε το Δημήτριο Παινέζη (συνταξιούχο Σ.Ε.Κ., δημοτικό σύμβουλο και μετά τις εκλογές (11.5.1958) ανεξάρτητο βουλευτή Ε.Δ.Α. Α΄ Πειραιά την περίοδο 1958 - 1961), τον Κωνσταντίνο Αντωνάκο (δικηγόρο, δημοτικό σύμβουλο), το Θεοφάνη Κωνσταντινίδη (δικηγόρο, δημοτικό σύμβουλο), τον Παναγιώτη Λεούση (γιατρό ουρολόγο, δημοτικό σύμβουλο αλλά την περίοδο εκείνη ασκούσε καθήκοντα δημάρχου λόγω της τρίμηνης αργίας του Σαπουνάκη), το Λουκά Νομικό (εφοπλιστή, δημοτικό σύμβουλο),τον Εμμανουήλ Ρουσσάκη (δημοτικό σύμβουλο) και τον Κωνσταντίνο Αθανασιάδη (δικηγόρο, δημοτικό σύμβουλο και ανεξάρτητο βουλευτή Ε.Δ.Α. Α΄ Πειραιά στα 1958 - 1961)»

Η συνέχεια σε Β μέρος….

Καλλιστορώντας...Φωτογραφικά - Αρχείο Μόσχας Μενδρινού

$
0
0


 Είναι λίγοι άνθρωποι στην ιστορία της Σαντορίνης , τους οποίους τους γνωρίζουμε με το μικρό τους όνομα. Δύο απο αυτούς είναι η αεικίνητη Μόσχα και ο αξέχαστος Παλαμάς. Ακόμα και εγώ δυσκολεύομαι να τους αναφέρω σαν ζεύγος Παλαμά – Μόσχας Μενδρινού. Δύο ξεχωριστές Προσωπικότητες  που ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου. Βρέθηκα πριν από λίγες ημέρες στο σπίτι της αγαπημένης Μόσχας, της «Θείας» Μόσχας για να καταγράψω μερικές θύμησες. Εκεί μαζί με την κόρη της Ευαγγελία ανασκαλίσαμε μερικές από τις παλιές φωτογραφίες και σας τις παρουσιάζουμε.
 
 Καθαρά Δευτέρα στη Μεσαριά διακρίνονται ο Παλαμάς και η Μόσχα Μενδρινού, ο καπτα Γιώργης Βλάχος, ο Δημήτρης Φουστέρης ή κρασάς,  , ο Παντελής Ρούσσος (μπουσούλας) η Βέτα Νομικού και άλλοι
 Σε μία εκδρομή Σαντορινιών στην Κρήτη ο πράκτορας Γρηγοράκης Κουτσογιαννόπουλος ο Ιωσήφ Λομβράνος, ο Βαγγέλης ο Βαζαίος η Νίνα Κουτσογιαννοπουλου και φυσικά το ζεύγος Παλαμά και Μόσχας Μενδρινού 


 στον Άγιο Ιωάννη στον Μονόλιθο μεταξύ 1976 – 1977 ο Γιάννης Ρούσσος (μπουσούλας), ο Παλαμάς και η Μόσχα Μενδρινού μαζί με το γιο τους Χρήστο, ο Αντώνης Φουστέρης ή «σπανός» και ο Χριστόφορος Φουστέρης.


ο Μεσαρίτης Σπύρος Μαρκεζίνης, ο Λιγνός Αντώνης και ο Δαμίγος Ευάγγελος στη γέφυρα της Μεσαριάς.






ξεχωριστή φιγούρα  ήταν η γιαγιά Ευαγγελία μια υπέροχη γυναίκα που η "Θεία"Μόσχα είχε τόσα καλά να πει για την πεθερά της. (στη μία φωτογραφία στη Μεσαριά στο Ηρώο μάλλον ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, και στην άλλη λίγο πριν το γκράξιμο της νύφης) .
 
Και να που "βρεθήκαμε"και στο λεγόμενο "νυφοπάζαρο"της Μεσαριάς εκεί που μαζεύονταν οι πιο πολλές θυατέρες κάθε Κυριακή. εκεί, γύρω στα 1953 βρίσκουμε τους Δημήτρη Σαμπά, Αρτεμία Χρήστου, Μαρουλία του Περάκη, Μαράκι Σαλιβέρου, Μόσχα και Ευαγγελία Βαμβακούση και τη Δέσποινα Βλάχου.

Πάμε τώρα σε δύο φωτογραφίες από την περίοδο του γάμου της "Θείας"Μόσχας με τον αλησμόνητο Παλαμά. στην πρώτη διακρίνουμε μέρος από το παραδοσιακό έθιμο του γκραξίματος της νύφης Μόσχας 
Τα "παιχνίδια"ήταν οι αξέχαστοι Θεοδόσης Φουστέρης λαούτο , ο οποίος δούλευε στα ορυχεία, ο Μανώλης Νομικός ή αλλιώς Μανωλίτσος στο βιολί και ο Ιωάννης Συρίγος "τζοάς"στο λαούτο.Από την άλλη το μικρό παιδί που ξεχωρίζει ήταν ο γιος του Τομάζου Αλεφραγκή, ο οποίος μαζί με τις αδερφές του, ήταν οι μοναδικοί σκοτώθηκαν στην Μεσαριά στο σεισμό του 1956. ο γάμος της θείας Μόσχας έγινε 26.12.1954...


Σε αυτή τη φωτογραφία ίσως θα σας φανεί οτι είναι μια φωτογραφία του γάμου της  θείας Μόσχας και του Παλαμα. Δεν είναι όμως αναμνηστική του γάμου ...Τα παλαιά χρόνια όταν ερχόντουσαν στα σπίτια τα "παιχνίδια"  και οι παρέες για να πουν τα κάλαντα, οι νοικοκυραίοι έβαζαν τα πολύ καλά τους. Έτσι λοιπόν εδώ βλέπουμε μία αναμνηστική φωτογραφία,  ανήμερα της πρωτοχρονιάς του 1955  όπου η οικογένεια ακούει τα πατροπαράδοτα κάλαντα με επίσημη ενδυμασία.

 Για το τέλος δεν θα μπορούσα να μην είχα αυτή τη φιγούρα, τον Παλαμά του "Θεοξένια"... τον Παλαμά της Σαντορίνης .. Αλήθεια τι να πει κανείς για αυτή την  Αγνή Προσωπικότητα μιας άλλης Σαντορίνης.... 

Αγαπημένη θεία Μόσχα, 
Αγαπημένη Μόσχα της Σαντορίνης,
Να είσαι γερή... Να σε χαίρονται τα παιδιά τα εγγόνια σου
Η καταγραφή μιας ολόκληρης εποχής μέσα από τις φωτογραφίες είναι ένα από τα πολλά μικρά λιθαράκια μιας άλλης Σαντορίνης... η συζήτηση όμως μαζί σου είναι ένα "λακριντί'ξεχωριστό... μια δρασκελιά ανάμεσα στα χωριά , ανάμεσα στις εποχές.

Σε ευχαριστώ ΘΕΡΜΑ!


Ο λόφος με τους 8 ανεμό – μυλους

$
0
0

 Της Κορίνας Γαβαλά
Ιστορικού -Μουσειολόγου
Ενα παραμύθι, -μύθι, -μύθι.. γραμμένο λίγο πριν το 15αύγουστο μετά από μια βόλτα στους μύλους του Εμπορείου
Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα μακρινό νησί που είχε το σχήμα μισοφέγγαρου και απ’ την καρδιά του έβγαινε φωτιά και λάβα καυτή, ζούσαν οχτώ ξωτικά. Ήταν τα ξωτικά του λόφου με τους οχτώ ανεμόμυλους, που τα φτερά τους γύριζαν χαρούμενα καθώς άλεθαν όλο το χρόνο, λίγο λίγο, το κριθάρι που βγάζαν με κόπο οι άνθρωποι που ζούσαν στο χωριό κάτωαπ’ το λόφο.
Το καθένα απ’ τα ξωτικά είχε για σπίτι του έναν ανεμόμυλο. Κι ο κάθε ανεμόμυλος κινούσε τα φτερά του με έναν μόνο από τους οχτώ ανέμους. Έτσι δούλευαν όλοι με τη σειρά και κανείς δεν κουραζόταν.
Στον πρώτο μύλο κατοικούσε ένα ξωτικό που το λέγαν μαΐστράλι. Αυτός ο μύλος, ο πρώτος στη σειρά απ’ τη μεριά της θάλασσας, ζωντάνευε με τον αέρα που κινούσε τα καράβια το καλοκαίρι και ταξίδευε τους ναυτικούς του νησιού ως την άκρη του κόσμου.
Το ξωτικό του δεύτερου μύλου ήταν το πουνεντάκι. Ένας άνεμος γλυκός, που φυσάει την άνοιξη και φέρνει μαζί του όλα τα αρώματα των λουλουδιών, έκανε τα φτερά του μύλου αυτού να γυρίζουν.
Το γαρμπιδάκι ζούσε στον τρίτο μύλο, που άλεθε τις μέρες που έπνεε άνεμος καυτός από την Αφρική.
Στον τέταρτο μύλο έμενε το οστριάκι. Ο μύλος του δούλευε τις μέρες που ο αέρας κουβαλούσε μέσα του νερό και τα σύννεφα καμιά φορά στάλαζαν βροχή.
Το ξωτικό του πέμπτου μύλου ήταν το σοροκάκι. Ο δικός του μύλος ξύπναγε με το φύσημα ενός ήρεμου ανέμου, λίγο υγρού και λίγο ζεστού, που γι’ αυτόν γράψαν πολλοί ποιητές στα ποιήματά τους.
Το λεβαντάκι είχε για σπίτι του τον έκτο μύλο, που τα φτερά του σκιρτούσαν με έναν αέρα που έφερνε εξωτικά αρώματα από χώρες της μακρινής Ανατολής.
Το γραιγάκι, κατοικούσε στον έβδομο μύλο. Αυτός άλεθε μόνο όταν ο ουρανός γινόταν μαύρος απ’ τα σύννεφα που κουβαλούσαν δυνατή βροχή, χαλάζι και χιόνι.
Στον τελευταίο μύλο, που στεκόταν αγέρωχος στην άκρη του λόφου απέναντι απ’ το χωριό, έμενε το τραμουντανάκι. Τα φτερά αυτού του μύλου είχαν τα πιο γερά πανιά, καμωμένα από ασημένια νήματα φυκιών, που τα είχαν γνέσει τα πιο σκληρά κύματα της θάλασσας. Γι’ αυτό και ήταν ο μόνος μύλος που μπορούσε να αλέσει όταν φύσαγε ο δυνατός, παγωμένος άνεμος του χειμώνα, που οι άνθρωποι τον λεν κυρ Βοριά.
Κι έτσι χαρούμενα ζούσαν τα οχτώ ξωτικά μέσα στους μύλους τους, που χάριζαν στους ανθρώπους τροφή για να ζήσουν. Ώσπου, μετά από χρόνια πολλά, οι άνθρωποι ξέχασαν τα ονόματά τους και σταμάτησαν να μιλούν για αυτά. Κανείς δεν τα θυμόταν πια... Έτσι κι οι μύλοι τους άρχισαν να μαραζώνουν και να γκρεμίζονται σιγά σιγά. Κάποιοι γέροι ναυτικοί μονάχα, που ζούσαν στο νησί, έδιναν καμιά φορά στους ανέμους που φυσούσαν ονόματα που έμοιαζαν μ’ αυτά των ξωτικών των μύλων.
Κάπως έτσι, τα οχτώ ξωτικά σώπασαν για πάντα, μαζί σώπασαν κι οι οχτώ ανεμόμυλοι, που τα μεγάλα τους φτερά τραγουδούσαν μαζί με το βουητό των ανέμων. Καμιά φορά όμως τα θυμούνται οι ποιητές και γράφουν γι’ αυτά ποιήματα και λόγια για τραγούδια.
Αλήθεια μήπως ήρθε η ώρα να μιλήσουν τα ξωτικά αυτά και να πουν τις δικές τους ιστορίες ....

H απελευθέρωση της Σαντορίνης ( 18- 10- 1944)

$
0
0

το ιστορικό καταδρομικό "ΑΙΑΣ"

Στις 12 Οκτωβρίου, τιμάται η επίσημη απελευθέρωση της Αθήνας από τη γερμανική κατοχή. Λίγες ημέρες αργότερα ξεκίνησε και η απελευθέρωση άλλων περιοχών της χώρας όπως και της Σαντορίνης.  Αν και η επίσημη ημέρα απελευθέρωσης θεωρείται η 18ηΟκτωβρίου, η ιστορία ξεκινάει λίγες ημέρες πριν, στο νησί της Ίου. Πηγή πληροφορήσης  και διασκευής το βιβλίο του Γ. Κοκκαλάκη, « Η Σαντορίνη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εκδ. Σταμούλης.
 «... ο Άγγλος Αξιωματικός Τζων Μέντλευ,  προσπάθησε με πολλούς και επικύνδινους τρόπους να απελευθερώσει τους άγγλους αιχμαλώτους από το νησί μας.  Ευρισκόμενος στην Ίο, άρχισε να στέλνει στον Γερμανό Διοικητή επιστολές με το καϊκι του Νομικού  και συγχρόνως διέδιδε οτι στην Ίο υπάρχουν Αγγλικά αντιτορπιλικά και οτι από εκεί έρχονται οι επιστολές. Πέτυχε την παράδοση του γερμανού διοικητή όταν ήρθε δυο μέρες πριν στον Μονόλιθο και συμφώνησαν οτι θα παραδοθεί μόνο σε ισχυρές δυνάμεις. Ήταν θέμα γοήτρου. Αμέσως ο άγγλος αξιωματικός τηλεγράφησε στο Αγγλικό Ναυαρχείο να διατάξει ένα πολεμικό να έρθει Σαντορίνη μόνο για επίδειξη για να παραλάβει 120 αιχμαλώτους. Το Ναυαρχείο διέταξε το θρυλικό «ΑΙΑΣ» το οποίο ήταν στον Πειραιά να πλευσει για αυτό τον σκοπό στη Σαντορίνη. Όταν ο γερμανός διοικητής είδε την νύχτα της 17ηςΟκτωβρίου ένα ολόκληρο πολεμικό σήκωσε λευκή σημαία και παρεδόθη. Περίμενε οτι θα έβγαινε μεγάλη δύναμη και όχι μόνο 10 άτομα, παραπονέθηκε γι αυτό αλλά ήταν ήδη αργά.»
Πέμπτη 18 – 10 – 1944:
« Με το ξημέρωμα στις 7 το πρωί είδαμε ένα μεγαλοπρεπες πολεμικό σκάφος να κάνει την εμφάνισή του στο φάρο του Ακρωτηρίου. Το καϊκί με δύο βενζινάκατους ξεκίνησε για τον Όρμο. Οι γερμανοί μόλις είδαν το βρετανικό καταδρομικό ύψωσαν λευκή σημαία στον Γουλά και ο Γερμανός Διοικητής άρχισε να κατεβαίνει με τα πόδια φορώντας μεγάλη στολή στις σκάλες του γιαλού. Ο άγγλος πλωτάρχης ζήτησε από τον Γερμανό Διοικητή να παραδόσει τα πιστόλι αλλά εκείνος προτίμησε να το πετάξει στη θάλασσα.  ...[ ..] Ο Γερμανός Διοικητής με τη συνοδεία 7 ανδρών με τον Άγγλο Πλωτάρχη άρχισε να ανεβαίνει  τις σκάλες ξανά του Γυαλού. Όταν έφθασαν στο «φανάρι» ο κόσμος τους υποδέχθηκε με ζητοκραυγές και χειροκροτήματα.  Οι καμπάνες όλων των εκκλησιών άρχισαν να χτυπουν χαρμόσυνα. [...] όλος ο δρόμος από το «πατσουλί» μέχρι το οίκημα της Τριανταφυλλιάς είχε γεμίσει κόσμο... σε μισή ώρα ο κυβερνήτης με την ακολουθία του, τον Έπαρχο και τους αστυνόμους και πλήθος κόσμου κατευθύνθηκαν στην πλατεία Σαρπάκη όπου τους περίμεναν οι δύο Επίσκοποι, ο Αρτέμης Δεναξάς, ο οποίος έκανε τον διερμηνέα και πολύς κόσμος.  ...[...] Το «ΑΙΑΣ» ήταν ένα από τα πολεμικά που βύθισαν το γερμανικό Φον Σπεε. Ήρθε από τον Πειραιά, είχε συνοδεύσει το «Αβέρωφ» με την ελληνική Κυβέρνηση. Ο Άγγλος Κυβερνήτης προσέφερε στο θηραϊκό  λαό 20 τόνους τροφίμων)....[...] στις 3 μ.μ. έγινε δοξολογία στην Μητρόπολη και ήταν εκεί ο Άγγλος Κυβερνήτης με τους 12 αξιωματικούς του, οι θρησκευτικές και πολιτικές αρχές και πολύς κόσμος.  Λόγους έβγαλαν ο Μητροπολίτης, ο έπαρχος  κάνοντας αναδρομή στα τέσσερα χρόνια δουλείας, για την βαρβαρότητα των Γερμανών και των Βουλγάρων και την υπουλότητα των Ιταλών. Εξήρε την μνήμη των υπερ της ελευθερίας αθώων θυμάτων, ιδιαίτερα των 5 κατοίκων του Βουρβούλου κατηγόρησε τους συνεργάτες των Γερμανών κ.α. στο τέλος εψάλη ο Ελληνικός και ο Αγγλικός ύμνος. Μετά άρχισε να ομιλεί ο δικηγόρος και πρώην Πρόεδρος της Κοινότητας Κάτωνας Ασιμής. Τότε οι άγγλοι σηκώθηκαν να φύγουν γιατί ήταν αργά και έπρεπε το πλοίο να φύγει στην προγραμματισμένη ώρα.
Στις 17.00 μ.μ. το καταδρομικό «ΑΙΑΣ»  έφυγε για το Καίρο άφου έκαμε τον γυρο της Θηρασιάς με τους 110 Γερμανοιταλούς αιχμαλώτους  στο νησί έμεινε μόνο το κότερο του Δεναξά με τον Άγγλο Αξιωματικό .
Η ημέρα έκλεισε με λαμπαδηφορία στη  Σαντορίνη...."




για το καταδρομικό "ΑΙΑΣ"βλ επίσης : http://www.iwm.org.uk/collections/item/object/1030022157 και
https://en.wikipedia.org/wiki/HMS_Ajax_(22)#D-Day_and_post_war 

Ψυχή Καθάρια - Στέλλα Δαμασκηνού

$
0
0
η ξεχωριστή μας Στέλλα Δαμασκηνού η ευλογημένη κυρία Στέλλα, η νοσοκόμα Στέλλα μας, δεν είναι πια μαζί μας. Μια φιγούρα που πάντα όταν περνούσες από το σπίτι της θα σε υποδεχόταν με μια ζεστή καλημέρα και ένα χαμόγελο, ακόμα και αν πονούσε. Μια γυναίκα με έναν μοναδικό τρόπο αφήγησης της παλιάς Σαντορίνης, που βασικό της μέλημα ήταν η μεταλαμπάδευση γνώσης, ήθους αλλά και αγάπης για το Μεγαλοχώρι και την Σαντορίνη . Μια Ψυχή Καθάρια του χωριού αλλά και του νησιού ευρύτερα. Μια προσωπικότητα με ένα απίστευτο ιστορικό παρελθόν. Για εμάς δεν ήταν απλά η τέως Πρόεδρος του χωριού, ούτε μια απλή νοσοκόμα που δούλεψε στο Οφθαλμιατρείο, η μια άλλη γιαγια του χωριού. Ήταν η κυρία Στέλλα μας. Ήταν η Στέλλα μας.
Συνοδοιπόρο στις καταγραφές της είχε την Αργυρούλα Παπανδρεοπούλου – Αναγνώστου. Σε μια από αυτές η αλησμονητη πια Στέλλα εξιστορεί τα παιδικά της χρόνια και μας δείχνει πόσο έχουν αλλάξει οι συνθήκες της ζωής, από τότε μέχρι σήμερα (Θ.Ν. – Νοέμβριος 2001):
« Μια χρονιά, την εποχή του θέρους που όλες οι γυναίκες πγαινανε στον κάμπο να βοηθήσουμε με άφησε η μάνα μου, σαν πιο μεγάλη να προσέχω το λοχώνι μας ( το μωρό μας). Ήμουνα κι εγώ παιδί δώδεκα χρονώ!... μου δωσε κι ένα λουκούμι από το κουτί, που το χε φυλαμμένο μέσα στο μπουφέ και που τση το χε φέρει μια ξαδέρφη τζη από την Αθήνα. Χαρά πια η μάνα μου να χει φυλαμμένα τα λουκούμια γι το λοχώνι!... Μου λεει λοιπόν – Τώρα που θα λείπω ξέρεις ίντα θα κάμεις. Θα βάλεις σε ένα τουλοπάνι το λουκύμι κι άμα κλαίει το λοχώνι θα το δωνεις να το γλείφει!!!, τότες δεν ξέρανε μπιμπερα και κρέμες ούτε και πιπίλες. Μα τώρα πια καμια δεν κάνει γάλα. Παρα μόνο μπιμπερα. Θυμούμαι που είχε η μητέρα μου ένα μεγάλο μαντήλι για να σκεπάζει το στήθος τζη, όταν βύζαινε το λοχώνι στην εκκλησά. Την ημέρα λοιπόν εκείνη αφού βύζαξε πρώτα το παιδί, ήφυε για το θέρος. Εγώ πάλι πριν να βάλω το λουκούμι στο τουλοπάνι, ήγλειψα τη ζάχαρι.εκειδα έρχεται η φιλενάδα μου και μου λεει: - Μωρή κουκουμάβλα, να γλύφεις εσύ μόνο τη ζάχαρη και το λοχώνι να φχαριστιέται το λουκούμι!... έλα να φάμε από μισό η καθεμια και θα σου πω ιντα θα κάμεις του λοχωνιού, άμα κλαίει!!. Θα βάλεις σε ένα ποτηρακι κρασί με ζάχαρη, κι άμα κλαίει θα του το δώνεις να το πιπιλίζει. Αυτό θα χει και ποναράκια στα δόδια και θα του κάνει καλό. Το χω ακουστά από την μάνα μου. Πραγματικά έτσι κι έγινε. Μόλις ηρχίνιζε να κλαίει το λοχώνι, δως του κρασί εγώ μέχρι που ηβυθίστηκε στον ύπνο !... Σαν ηγύρισε η μάνα μου βλέπει το λοχώνι και μου βάζει τσι φωνες: Μωρή που να μην το φτιάξεις, ιντα του δωσες του μωρού και δεν ξυπνά; Εγω φοβισμένη που να μαρτυρήσω! Μετά από πολλές ώρες το παιδί ηξύπνησε, που ήταν ναρκωμένο από το μεθύσι!! Αλλα από τότες ούτε ζάχαρη ηξανάγλειψα, ούτε λουκούμι ήφαα, γιατί ηφοβήθηκα να μην πάθει πράμμα το λοχώνι μας!....»

Τα χειμερινά κλαδέματα της Σαντορίνης

$
0
0
 πηγή : Στ. Κουράκου : Ο Σαντορίνη της Σαντορίνης, εκδ. Ίδρυμα Μπουτάρη  σ. 115

Πρίν από λίγες ημέρες,  πέτυχα σε ένα αμπέλι στην καλντέρα του Μεγαλοχωρίου μία σκηνή από τη δικιά μου Σαντορίνη. Τον Αργύρη Αρβανίτη να πλέκει τις παραδοσιακές κουλούρες. Δεν κρατήθηκα κατι το οτι με φώναζε και εκείνος κάτι το οτι ήθελα και εγώ πήγα πιο κοντά για φωτογράφιση .Το υλικό που ακολουθεί είναι από την προαναφερόμενη εξαιρετική πηγή . 

« ... Πολλές από τις ετήσιες επεμβάσεις στα φυτά, που το σύνολό τους αποτελεί την αμπελοκοσμική τεχνική, έχουν πολύ βαθιές ρίζες, χάνονται στα βάθη του χρόνου. Στη Σαντορίνη εκτός από την υψηλή θερμοκρασία  και την περίοδο θερινής μεγάλης ξηρασίας όπου τα φυτά μορφώνονται σε χαμηλά σχήματα πολύ κοντά στο έδαφος ώστε να περιορίζονται οι ανάγκες τους σε νερό, αλλά και λόγω των ανέμων  ένας άλλος λόγος είναι και η λεπτή άμμος που καθώς σαρώνεται από τα εαρινά και θερινά μελτέμια χτυπάει τους νεκρούς οφθαλμούς « τα μάτια των αμπελιών. Στην παραδοσιακή αμπελουργία της Σαντορίνης δύο ήταν τα γενικευμένα συστήματα χειμερινού κλαδέματος»

Α) το γυριστό κυπελλλοειδές ή στεφανωτό αυτό το σύστημα ήταν γενικευμένο στη Σαντορίνη για όλες τις ποικιλίες. Αφού κλάδευαν το νέο κλήμα επί 3 – 4 χρόνια ώστε να του δώσουν κυπελλοειδές σχήμα με 3-4  δυνατούς βραχίωνες, αφαιρούσαν κατά το χειμερινό κλάδεμα όλες τις άλλες, και άφηναν μία ανα κάθε βραχίονα, την καλύτερη που την έκοβαν σε μήκος 60 – 80 εκ. Τις κληματίδες αυτές, τις «αμολυτές», τις πλάγιαζαν οριζόντια και σχημάτιζαν ένα στεφάνι γύρω από τους βραχίωνες περιτυλίγοντας ελικοειδώς την πρώτη γύρω από εκείνη του δεύτερου και αυτή γύρω από την Τρίτη κ.α. [...] επειτα από είκοσι περίπου χρόνια το καλάθι κοβόταν στη βάση του, εκεί απ όπου πρωτάρχιασε να σχηματίζεται.  [...] το σύστημα αυτό εφαρμόζεται σήμερα απλοποιημένο από μερακλήδες αμπελουργούς, πιστούς στην τέχνη των πατεράδων τους .  τα μυστικά της τέχνης τους δεν περιγράφονται, βιώνονται.    

Β) το κυπελλοειδές με κουλούρια ή πόστες:  σε ανεπτυγμένα φυτά διαμορφωμένα σε κυπελλοειδές σχήμα όταν ο αμπελουργός έκανε το καθάρισμα κατά τον Οκτώβριο – Νοέμβριο, άφηνε σε κάθε βραχίονα δύο μόνο κληματίδες. Τη μία αυτή που βρισκόταν χαμηλότερα την κλάδευε στα δύο μάτια και την άλλη στα 10- 15 μάτια. Τη μακριά κληματίδα « την αμόλυτη»  που είχε μήκος περί τα 60 – 80  εκ. Τη λύγιζε αργότερα ώστε να σχηματιστεί ένα κουλούρι, κάθετο προς την επιφάνεια του εδάφους και έδενε την άκρη της πάνω στο βραχίονα. Έτσι, σχηματίζονταν 3-5 «κουλούρια» που την άνοιξη βλάσταιναν και κάρπιζαν. [...] το σύστημα αυτό εφαρμοζόταν κυρίως στην ποικιλία ασύρτικο, της οποίας οι κληματίδες έχουν μεγάλη ελαστικότητα και το  «γύρισμά» τους μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε καιρό νωρίς το χειμώνα, κατά το καθάρισμα των κληματίδων.  


Για να εφαρμοστούν όμως τα συστήματα κλαδέματος τα τόσο καλά προσαρμοσμένα στο οικολογικό περιβάλλον της Σαντορίνης χάρη στις παρατηρήσεις έμπειρων αμπελουργών, που η τέχνη τους περνούσε από γενιά σε γενιά. Χρειάζεται μεγάλη υπομονή και μεγάλη πείρα. Γι αυτό άργησαν να εγκαταλείπονται κατά το δεύτερο μισό του αιώνα μας ( 20ου). Δεν εφαρμόζονται πια παρά μόνον από μερικούς έμπειρους κλαδευτάδες. Σήμερα κυρίως στις υπήνεμες τοποθεσίες εφαρμόζεται το κυπελλοειδές σύστημα με 3- 5 βραχίονες και τις κληματίδες ελεύθερες χωρίς να στηρίζονται. Απλώς τις κουλουριάζουν και τις τυλίγουν ελικοειδώς γύρω από τον εαυτό τους, ώστε οι βλαστοί του φυτού να παραμένουν χαμηλά. Αλλά την ποικιλία «ασύρτικο» οι αμπελουργοί εξακολουθούν να την κλαδεύουν και σήμερα με το γυριστό ή στεφανωτό σύστημα, σχηματίζοντας μικρά καλάθια.







Μία "Ακραία Σαντορίνη"

$
0
0
 ….ήταν ο πολύ έξυπνος χαρακτηρισμός της μεστών νοημάτων ομιλίας του Προέδρου  του «Διαζώματος» κ. Σταύρου Μπένου στην εκδήλωση του Δήμου Θήρας στο μουσείο της Ακρόπολης (12-12-17). Η αίθουσα, αποδείχτηκε για άλλη μια φορά μικρή. ίσως θα έπρεπε του χρόνου να πάμε στην Αίθουσα «Θήρα» του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου ή σε κάποιο ξενοδοχείο ή στο ίδρυμα Νιάρχου. Οι ομιλητές ένας ένας ξεχωριστοί: Ο αξιαγάπητος κ. Ντούμας ο οποίος μίλησε για τα 50 χρόνια ανασκαφών της αρχαιολογικής πόλης του Ακρωτηρίου. Ταυτόχρονα,  τόσο με κάποιες μικροπροτάσεις του ( όπως για παράδειγμα τελεφερικ στον Αθηνιό,) όσο και με τη συναισθηματική   του απάντηση στο θέμα της Αρχαίας Θήρας απέδειξε περίτρανα για άλλη μια φορά ότι βλέπει τα πραγμάτα αλλιώς. Ο διευθυντής της Εφορείας Κυκλάδων δρ. Δημήτρης Αθανασούλης ο οποίος πραγματικά έδειξε τι σημαίνει επιστημονας εκτός των γραφειοκρατικών πολυδαίδαλων διαδικασιών. Ο κ. Γρηγόρης Ζαριφόπουλος, Γενικός Διευθυντής της googleΕλλάδος για το πολύ έξυπνο πρόγραμμα GrowGreekTourismOnlineτης Googleη οποία έχει ήδη στηρίξει κάποιες μικρές επιχειρήσεις στο νησί μέσω νέων προγραμμάτων. Και ο κύριος Μπένος. Δεν σας κρύβω ότι περίμενα ότι θα αναφερόταν στο αρχαίο Θέατρο της Αρχαίας Θήρας.   Μέσα σε 10 λεπτά  όμως, ανέπτυξε μια εξαιρετικά σημαντική ομιλία με βασικό « τίτλο» η  « Ακραία Σαντορίνη» …  η ακραία Σαντορίνη του περιβάλλοντος, του πολιτισμού της υπερβολής, του υπερκαταναλωτισμού , της ιστορίας κ.α. αναδεικνύοντας και αυτός το ρόλο του Εθελοντή Πολίτη, του Εθελοντή Επιχειρηματία του Εθελοντή Τουρίστα, του Εθελοντή λάτρη της Σαντορίνης ως προς τη δαχείριση του πολιτιστικού πλούτου. Τόσο ο κύριος Αθανασούλης, ο οποίος αναφέρθηκε στο ρόλο της «Συν – έργειας» για τον πολιτισμό και την Ιστορία της Σαντορίνης όσο και ο κύριος Μπένος με την ανάλυση του όρου «Ακραία Σαντορίνη» έδωσαν στο ευρύ κοινό τροφή για σκέψη για το ρόλο του Πολίτη σαν οντότητα στην ανάπτυξη του νησιού.
Είναι σίγουρο, ότι Σαντορίνη δεν είναι μόνο το ηλιοβασίλεμα της Οίας, ή ο προιστορικός οικισμός του Ακρωτηρίου. Με το πέρασμα των χρόνων έχουμε ξεχασει ότι είμαστε πάνω σε ένα ενεργό Ηφαίστειο. Ταυτόχρονα η αποστροφή του λόγου του κύριου Ντούμα, ότι είναι αισιόδοξος επειδή ξέρει ότι οι παρανομίες της Σαντορίνης θέλουν απλά ένα σεισμό, υποδηλώνει και την πολύ δυνατή άγνοια του κινδύνου που βρισκόμαστε.
Οι προτάσεις για τη διαχείριση του πολιτιστικού υλικού είναι πολυεπίπεδες. Μερικές από αυτές θα μπορούσαν να είναι και οι παρακάτω:
-          Άμεση  νομοθετικής ρύθμιση ώστε το νησί να καταστεί ένα υπαίθριο μουσείο πολλών διαφορετικών επιστημών.
-          Ανάδειξη της ιστορίας του νησιού στα  παιδιά και τους μαθητές μέχρι και το Λύκειο. Αυτό μπορεί να γίνει με διαφορετικούς τρόπους είτε ανα χωριό, είτε γενικά. Ξεκινώντας ανα χωριό  προτεραιότητα καταγραφής των   προσωπικών αφηγήσεων. Από πλευράς δήμου θα μπορούσαν να γίνονται όλο το χρόνο σεμινάρια ανα χωριό για την ιστορία, αρχιτεκτονική λαογραφία του τόπου . ταυτότχρονα οι μαθητές των χωριών θα μπορούσαν άνετα να εξελιχθουν σε ξεναγούς της δικής τους ιστορίας. Το παράδειγμα με τους μαθητές – ξεναγούς της Σύρου είναι χαρακτηριστικό.
-          Ανάδειξη των θηραίων Καθηγητών ή των ερευνητών που έχουν ασχοληθεί με το νησί σαν ένας πυλώνας διαφορετικής προσέγγισης και μεταλαμπάδευσης της ιστορίας. Ισως δεν το γνωρίζετε αλλά διαθέτουμε ερευνητές τόσο στη λαογραφία  όσο και καθηγητές Γεωλογίας, αστορφυσικής, ιστορίας αρχαιολογίας αρχιτεκτονικής.
-          Κάθε χωριό να  προβάλλει κατ έτος έναν από όσους τους διανοούμενους τους στα παιδιά και στους επισκέπτες ( για παράδειγμα φέτος στο Μεγαλοχώρι διοργανώσαμε ένα κυνήγι θησαυρού μέρους της ιστορίας του χωριού με βάση ένα βιβλίο).
-          Φυλλάδια από πλευράς δήμου και επιχειρήσεων για την ιστορία και τον πολιτισμό των χωριών και του νησιού γενικότερα.
-          Ως προς την αρχαία θήρα οφείλω να προτείνω και πάλι το εξής: στο αρχαίο θέατρο δύο από τις βασικότερες μορφές του κλασσικού τραγουδιού καθώς και της βυζαντινής ψαλτικής, δλδ από τη μία η Κατερίνα η Ρούσσου και από την άλλη ο Σαμψών ο Φύτρος θα μπορούσαν να ξεκινήσουν μια ιστορία γεμάτη λαογραφία, ιστορία, τραγούδι, χορό ύμνους ή οποία θα «διαχυθεί» τεχνολογικά σε όλο το νησί. Έχουμε και εκεί τα υλικά έτοιμα αρκει να μπορούμε να ανακατέψουμε την κατσαρόλα.
-          Μία άλλη θεματική θα μπορούσε να είναι ομίλιες για την Ιδιότητα του Πολίτη στη Σαντορίνη ή το να είσαι Πολίτης της Σαντορίνης όχι μόνο για τα παιδιά αλλά και για τους ενήλικες.
-          Επιχορήγηση από τους ίδιους τους επιχειρηματίες με την ενδεικτική συμβολή των δύο ευρώ ανά απόδειξη η οποία θα τεθεί σε ένα ξεχωριστό δημόσιο λογαριασμό με βασικό σκοπό την προάσπιση της πολιτιστικής κληρονομιάς της Σαντορίνης.
-          θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα ίδρυμα που θα ξεκινήσει να καταγράφει, αξιολογεί, διαμορφώνει, παρουσιάζει κάθε είδους αρχείο, το οποίο θα είναι προσβάσιμα ελεύθερα στο κοινό . Σαν μια «Ακαδημία της Σαντορίνης», Η ¨Ακαδημία της Σαντορίνης¨ μπορεί να οδηγήσει το νησί σε μία άκρως ενδιαφέρουσα αλλά και προκλητική συνύπαρξη: του Χθες με το Σήμερα Όχι όμως αποκομμένα το ένα από το άλλο. Σαν μια κλωστή που ενώνει την Ιστορία και τον Πολιτισμό  με τον Τουρισμό και την Προβολή, τη Ζώσα Παράδοση με την άεναη (sic) – ίσως και άναρχη ανάπτυξη της. Τη γνωριμία με την Πέτρα αλλά και την εμπέδωση της σημερινής κατάστασης του νησιού. Τη σχέση Φιλωτέρας με τη Σαντορίνη και τη Θήρα με την Καλλίστη!
Αυτή λοιπόν η θετικά «ακραία Σαντορίνη» αλλά και ο ρόλος του Εθελοντή πολίτη είναι αυτά τα οποία θα μπορούσαμε να δώσουμε ως κίνητρα παρά-δοσης  στις νεότερες γενιές. Αλήθεια τι έχουμε να προσφέρουμε στο αύριο; Ουσιαστικά μόνο απομεινάρια της ιστορίας ίσως απλά κάποια τρέλλα οραματιστών – ρομαντικών ανθρώπων?
Η σημερινή ομιλία θα πρέπει να ξαναγίνει στη Σαντορίνη, όχι απλά μία στο νησί, μία σε κάθε χωριό. Άλλοι οι ακρωτηριανοί, άλλοι οι οιάτες, άλλοι οι μποριανοι και άλλοι οι βοθωνιάτες.
Για την άναρχη δόμηση και τον τρόπο αντιμετώπισης της θα περιμένω τα κολπάκια του κ. Μπένου πάνω στο θέμα αυτό. 


Χριστούγεννα στη Σαντορίνη

$
0
0
του Μάρκου Αβ.Ρούσσου 
Θυμούμαι κείνα τα χρόνια που τα Χριστούγεννα σηκωνόμαστε αρόδιστα και κινούσαμε κάτω από τα άστρα για να πάμε στον όρθρο της Γεννήσεως. Η εκκλησία ήτανε πανηγυρικά στολισμένη με σημαίες και λάβαρα. [..] το απέριττο προσκυνητάρι ήταν τοποθετημένο ανάμεσα σε δύο πανύψηλα μανουάλια και πάνω σε αυτό η πανάρχαιη εικόνα της Γεννήσεως που κάποιος Θηραίος αγιογράφος της εποχής είχε βάλει τα δυνατά του για να ζωντανέψει με τον χρωστήρα του όσο μπορούσε καλύτερα την αναπαράσταση. [..] Άκουσα τα παρακάτω λόγια μιας Θηραίας χωρικής που πλησιάζοντας για να προσκυνήσει την εικόνα της Γεννήσεως, στάθηκε για μία στιγμή σε στάση προσευχής κοίταξε με δάκρυα θρησκευτικής συγκινήσεως τη στενόχωρη φάτνη που φιλοξενούσε τον Αχώρητο, έκανε το σημείο του Σταυρού και ακουμπώντας τα χείλη της πάνω στο θείο βρέφος ψιθύρισε  : « Μάθια, ήντα κρυώνεις μωρό μου!»… Αυτά τα λόγια δείχνουν πόσο οι παλαιοί Θηραίοι ένοιωθαν σαν να ζούσαν τη Γέννηση του Χριστού[…]
Πότε δεν θα ξεχάσω στο θάμπος του φεγγαριού τις ψυχές φωτισμένες από ολόθερμη πίστη, ανηφορίζαμε το απόκρημνο μονοπάτι για να πάμε στο εξωκκλήσι της Γεννήσεως ψηλά στο βουνό του Προφήτη Ηλία μας. Ακόμα και τώρα αν και πέρασαν τόσα χρόνια, φέρνω μπροστά μου την εικόνα εκείνη της ορθρινής βιβλικής πορείας που τόσο ζωντανά έμεινε μεταξύ των οποίων και εγώ ξεκίνησαμε από το χωρίο. Οι γυναίκες…[…] στην άκρη του μαντηλιού τους είχαν δέσει σφιχτά λίγο μοσχολίβανο ενώ εμείς τα παιδιά κρατούσαμε μποτζιά γεμάτα λάδι για τα κανδήλια της εκκλησίας. […]
Όταν φτάσαμε στην εκκλησία ήταν κιολας γεμάτη από χωρικούς που είχαν φτάσει από βραδύς. Στην αυλή, στρωμένη με αλισμαριά και φασκόμηλα κάτω από το χλώμο χειμωνιάτικο φεγγάρι ακούγαμε με κατάνυξη τους ύμνους που έβγαιναν από την εκκλησία αρωματισμένοι με το μοσχολίβανο « Χριστός γεννάται δοξάσαστε…..εκεί έπαιρνες το βάπτισμα του καθαρμού μέσα σε νάματα θεικά με τα αρώματα του βουνού και του κάμπου ….[….] θυμάμαι κάποια άλλη νύχτα Χριστουγέννων , σαν ήμουν ψαροπαίδι, στο γιαλό κοντά στην Περίσσα μας, μαζί με τον φύλακα της ρίβας – Σαβέριος ήτανε το όνομά του. Τον θυμάμαι χωμένο μέσα στον μανδύα του που τον είχε από τον πόλεμο του 1897. Καθόταν πάνω στην κουπαστή μιας βάρκας και με το γέρικο μάτι του ερευνούσε πότε τη ρίβα του γιαλού και πότε το χωμάτιασμα. Έτσι όπως ήτανε ντυμένος με τον μαδύα  και με το χονδρό Ρωσσικό σκούφο του, έμοιαζε περισσότερο με θαλασσομάχο.στο χέρι του κρατούσε μια χονδρή μαγκούρα που ήταν και το όπλο του ενώ στην πλάτη του είχε πάντα ριγμένο ένα ντουρβά καμωμένο από καραβόπανο. Εκεί από την κουπαστή της βάρκας έστριψε το βλέμμα του προς την Ανάφη και τα χείλη του ψιθύρισαν τούτα τα λόγια « Ξημερώνει Χριστούγεννα, τώρα βγαίνει το άστρο!....»  Γύρισα και κοίταξα προς την Ανατολή και κείνη την ώρα είδαμε το άστρο της αυγής που φάνηκε πιο φωτεινό από τις άλλες νύχτες. Καθώς άφηνε την υγρή αγκαλιά της θαλασσας κι ανεβαίνε προς τον ουρανό χάραξε μια ολόφωτη ασημένια γραμμή πάνω στη γαλήνια επιφάνεια του νερού. Ο γέρος σαν το είδε, γονάτισε και ακίνητος με το βλέμμα του γυρισμένο πάντα προς την Ανατολή  και τον άκουσα να λέει : Χριστός γεννάται …» και γυρίζοντας προς εμένα πρόσθεσε  « τούτη την ώρα γεννιέται ο Χριστός τώρα δα πάει το αστέρι να δέιξει το δρόμο στους Μάγους που πάνε να Τον προσκυνήσουν»…. […]
-   Μα τα Χριστούγεννα τα νοιώθεις πιο πολύ μπάρμπα σαν να είσαι μοναχός πάνω στην άμμο, κάτω από τα άστρα μέσα στη νύχτα στο γιαλό και στο κύμα;

-   Ναι! Όσο πιο μακρια βρίσκεσαι από τους ανθρώπους τόσο πιο κοντά είσαι σστο Θεό. Κι ενώ του μιλούσα κοίταξε πάλι προς την Ανατολή αλλά το άστρο δεν  υπήρχε πια εκεί κι η ασημένια γραμμή πάνω στα γαληνεμένα νερά είχε σβύσει και αυτή…. Ητανε Χριστούγεννα…..

Πηγή: Λαογραφικά της Σαντορίνης 

Το "Καλικαντζαράκι"στο Νημποριό Σαντορίνης

$
0
0
Κάθε αναφορά στις μέρες των Χριστουγέννων με γυρίζει στα παιδικά μου χρόνια. Στα χρόνια μιας άλλης Σαντορίνης, ενός άλλου Νημποριού! Δεν μ’ άρεσαν τότε τα Χριστούγεννα γιατί επειδή έτυχε να έχω γεννηθεί τη συγκεκριμένη μέρα, όλοι στην οικογένεια με φώναζαν «καλικαντζαράκι». Κι ενώ εγώ η δόλια σε κάθε πείραγμα  προσδοκούσα συμπαράσταση απ’ τον παππού μου τον Μούγκρο,  που όλοι έλεγαν πως ήταν ο σοφός του Νημποριού, εκείνος απλά  παρατηρούσε  τους θείους και τις θείες μου να με κοροιδεύουν. Μάλιστα  τον τσάκωσα αρκετές φορές να γελά εις βάρος μου με τα κρύα αστεία τους. Μόνο η γιαγιά με κάλυπτε απόλυτα  με την αγάπη την τρυφερότητα και την κατανόησή της. Γι αυτό  κι εγώ της ανταπέδιδα στο πολλαπλάσιο την αγάπη μου δείχνοντάς την με κάθε τρόπο.
    Η γιαγιά μου ήταν μια γυναίκα του κάμπου. Γέννησε οχτώ παιδιά ενώ δούλευε σαν άντρας στα χωράφια χωρίς να λείψει ούτε μέρα απ τη δουλειά. «Άξα» γυναίκα, «δουλευτού». Μόνο τις Κυριακές και τις «σκόλες» δεν πήγαινε στον κάμπο. Το πρόσωπό της ήταν αυλακωμένο όχι τόσο από τα χρόνια, όσο  από τον ήλιο και τον αέρα του Λειβαδάρου, του Πρέκα, του Περετάδου κι όλων των άλλων περιοχών όπου είχαν τα χωράφια τους. Οι ρυτίδες γίνονταν ακόμα περισσότερες απ’ το γεγονός ότι από τις πολλές γέννες της είχαν πέσει όλα της τα δόντια. Παρόλα αυτά γελούσε πολύ συχνά και το στόμα της έμοιαζε με μικρού παιδιού που δεν του χει  ακόμα φυτρώσει η οδοντοστοιχία.
   Στην εκκλησία δεν πήγαινε συχνά, αλλά τα Χριστούγεννα πήγαινε πάντα ν’ ανάψει το κερί της. Εκείνα τα Χριστούγεννα μου που γινόμουν τεσσάρων χρόνων, η γιαγιά ήρθε πρωί πρωί στο σπίτι μας και με πήρε μαζί της .  Στο δρόμο  ήταν σιωπηλή και με κρατούσε προστατευτικά  από το χέρι. Όταν φτάσαμε στην εκκλησία και πήγαμε στο γυναικωνίτη, είδα πως την καλοδέχτηκαν οι άλλες γυναίκες και μερικές μάλιστα επέμειναν να της δώσουν το στασίδι τους να καθίσει παρ’ όλο που ήταν μικρότερη από αρκετές. Ανάμεσά τους αναγνώρισα πολλές συζύγους των εργατών του παππού και κάποιες απ’ αυτές μου τσίμπησαν δυνατά τα μάγουλα.  Αφού βαρέθηκα να παρακολουθώ τις αβρότητες μεταξύ τους, έστρεψα την προσοχή μου σε άλλα θέματα  πιο ενδιαφέροντα. Το φως των κεριών που βρισκονταν στο μανουάλι με τράβηξε σαν μαγνήτης. Δεν πρόλαβα να παίξω με τη φλόγα ενός κεριού που μου κλεινε το μάτι και αμέσως η γιαγιά με τράβηξε προς το μέρος της κάνοντάς μου την αναμενόμενη  παρατήρηση. «Δε σου πα να σαι καλό παιδί αμα λερώσεις το φιστάνι σου πως θα σε σουλουπώσει η μάνα σου».
Ξαφνικά το φως των κεριών έχασε τη λάμψη του. Ο μικρός Χριστούλης που είχε μόλις γεννηθεί είχε κάνει κιόλας το πρώτο του θαύμα!!!! Η γιαγιά μου είχε το στόμα της γεμάτο με κατάλευκα κι ολόισια δόντια. Το δέρμα σε όλο της το πρόσωπο  είχε τσιτώσει κι έμοιαζε με κοπέλα. Η χαρά μου και η περηφάνεια μου ήταν τόσο μεγάλη που φώναξα δυνατά για ν’ ακουστώ πάνω από τη φωνή του παπά «η γιαγιά μου έχει ντόντια, ω! τι ωραία ντόντια έχει η γιαγιά μου»!!!!
Χρόνια αργότερα ανακάλυψα πως το θαύμα της μασέλας γίνεται από τους οδοντοτεχνίτες κι εκεί το ομολογώ, η πίστη μου κλονίστηκε. Πάντως βγήκε και κάτι καλό απ’ αυτή την ιστορία,  από τότε οι θείοι μου με κοροιδεύουν πλέον  για τη μασέλα της γιαγιάς και δείχνουν να χουν ξεχάσει  οριστικά το «καλικαντζαράκι».


"Λαογραφία της Σαντορίνης"

υ.γ. Χρόνια πολλά αγαπητή "Λαογραφία της Σαντορίνης"καλωσόρισες και επίσημα στο καλλιστορώντας.
Viewing all 306 articles
Browse latest View live